Ο ψίθυρος της Ευδοκίας, Χριστίνα Καράμπελα, Πόλις 2015

-ψίθυρος-της-Ευδοκίας-e1435739199460
Η Χριστίνα Καράμπελα επιτυγχάνει να μας δώσει με τον Ψίθυρο της Ευδοκίας, τη δεύτερη συγγραφική της απόπειρα, ένα μυθιστόρημα με ένα μεγάλο προσόν διόλου ευκαταφρόνητο και διόλου δεδομένο. Είναι γραμμένο κατά τρόπο που δύσκολα ο αναγνώστης το αφήνει από τα χέρια του. Ο ρυθμός ρέει αβίαστα χάρη στους πειστικούς και καλοδουλεμένους χαρακτήρες, που μάλιστα διαφοροποιούνται αρκούντως παρά την ακραία αντίθεσή τους.

Ο εξηντάρης διοικητής αστυνομικού τμήματος Πολίτης και η εικοσιπεντάχρονη υφισταμένη του Ελισάβετ Ξένου, εκτός από το ότι ανήκουν σε διαφορετικά φύλα, εκπροσωπούν δυο γενιές με μεγάλη απόσταση νοοτροπίας και τρόπου σκέψης. Η Καράμπελα κατορθώνει να μην τους παρουσιάσει παρόλα αυτά σαν καρικατούρες, ούτε πολύ περισσότερο σχεδόν ίδιους παρά τη σαφή τους αντίστιξη, εξαιτίας συγγραφικής αδυναμίας. Αντίθετα πλάθει με μεγάλη ευκολία δυο κόσμους που σταδιακά συγκλίνουν, όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν το μυστήριο της εξαφάνισης μιας χαρτομάντισσας σε ώρα συνεδρίας με τρεις ηλικιωμένες.

Ο λόγος της σύγκλισής τους είναι η ολοένα και αυξανόμενη ανεπάρκεια της λογικής στην επίλυση του μυστηρίου. Αμφότεροι εξαναγκάζονται ασχέτως με την αρχική τους τοποθέτηση, να αποδεχτούν τον μετεωρισμό ανάμεσα στα γεγονότα της πραγματικής ζωής και στη μη εκλογίκευση της συναισθηματικής πρόσληψης των φαινομένων. Αυτός ακριβώς ο μετεωρισμός θα κάνει τους δυο ήρωες να αποδεχτούν την ανεπάρκεια της λογικής τους και τις εσωτερικές συναισθηματικές τους ελλείψεις, όσο και το μεταφυσικό-παραμυθικό άλογο, ως μια νέα πραγματικότητα στην οποία σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Κέρδος τους η επίγνωση πως ακόμα κι αν ακράδαντα πίστευαν περισσότερο ή λιγότερο μέχρι τούδε πως ένα και ένα κάνει δύο, ενίοτε αποδεικνύεται πως μπορεί το άθροισμα να μην είναι το αναμενόμενο.

Πώς το πετυχαίνει αυτό η συγγραφέας; Βασικό της εργαλείο είναι μια παράλληλη λαϊκότροπη αφήγηση (η οποία περιλαμβάνει λάμιες, και άλλα παραμυθικά μοτίβα), η οποία αφενός προοιωνίζει τη συνέχεια της κεντρικής αφήγησης, αφετέρου δυναμιτίζει τις απόπειρες των ηρώων να διαλευκάνουν τόσο το αστυνομικό μυστήριο, όσο και το μυστήριο της ζωής τους, τουλάχιστον με ορθόδοξο και αποδεκτό από την εποχή τους τρόπο. Το ενδιαφέρον στο εγχείρημα έγκειται στο ότι η συγγραφέας δεν αρκέστηκε σε μια λαϊκότροπη αφήγηση που μιμείται τις τεχνοτροπίες, τα μέσα και τη γλώσσα άλλων εποχών (όπως αρκετές φορές βλέπουμε σε άλλους σύγχρονους λογοτέχνες που χρησιμοποιούν διαλέκτους και ιστορικό φόντο αλλοτινών καιρών). Αλλά έγραψε ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην εποχή μας με καθ’ όλα σύγχρονους ήρωες, φωτίζοντας το όμως με τα περασμένα παραμύθια άλλων εποχών.

Εκείνο που πετυχαίνει είναι να καταδείξει πώς το παλαιό, ασχέτως με την γλώσσα του τελικά, μπολιάζει το νέο ως ουσία. Πώς το μεταφυσικό, καλύτερα μη εξηγήσιμο, στοιχείο που τόσο καλά είχαν συλλάβει και αποδώσει τα λαϊκά παραμύθια, δεν εξαφανίστηκε, απλώς πήρε άλλη μορφή. Το δύσκολο εγχείρημά της στέφεται με επιτυχία εξαιτίας της συγγραφικής της δεξιοτεχνίας. Με την ίδια άνεση που γράφει λαϊκό παραμύθι, σκιαγραφεί την πατριαρχική φιγούρα του εξηντάρη διοικητή της αστυνομίας, όσο και την αντιδραστική νεαρή αστυνομικίνα. Γλώσσα και χαρακτήρες απολύτως πειστικοί και στις τρεις περιπτώσεις. Αν τώρα προσθέσουμε και τους επιτυχώς αποδοσμένους χαρακτήρες των τριών ηλικιωμένων γυναικών-μαρτύρων που ανακρίνονται για την εξαφάνιση του μέντιουμ, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για μια συγγραφέα που ξέρει πολύ καλά πώς να χειρίζεται το υλικό της και να υλοποιεί τις προθέσεις της.

Κλείνοντας να συμπληρώσω πως ασφαλώς η εξαφανισθείσα χαρτομάντισσα δεν ξέρουμε τι απέγινε, ούτε αν ανήκει στους ζωντανούς ή νεκρούς. Ή μάλλον τελειώνουμε την ανάγνωση με την σαφή αίσθηση πως πεδίο αναφοράς της είναι ο χώρος των νεκροζώντανων. Η αποκάλυψη δεν είναι spoiler alert. Είναι μία κατάληξη που η συγγραφέας χτίζει μεθοδικά εξ αρχής, ακριβώς για να εδραιωθεί μέσα μας ως δεδομένη.

Κίτρινο Ρώσικο Κερί, Κώστας Ακρίβος, Μεταίχμιο 2014

0010348_195
Δεν ξέρω αν μένει κάτι να ειπωθεί για το Κίτρινο Ρώσικο Κερί του Ακρίβου, που επανεκδόθηκε το 2014 από το Μεταίχμιο, ενώ είχε πρωτοβγεί από τον Κέδρο το 2001. Πολύ περισσότερο επειδή πρόκειται για ένα μυθιστόρημα του εμφυλίου, θέμα που παρά την επανεκκίνησή του από την εμβληματική Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού και τα πλείστα άλλα που ακολούθησαν, δεν φαίνεται να προωθεί παραπέρα την νεοελληνική λογοτεχνία. Όλο και περισσότερες φωνές δυσφορούν με τη θεματική του εμφυλίου, που αναδεικνύεται τόσα χρόνια μετά την παρέλευσή του βασική στόχευση των ελλήνων συγγραφέων, σαν να μας ταλανίζει ακόμα ο απόηχός του ή ακόμα χειρότερα σαν να μας καθορίζει την πορεία ως λαού. Σαν μετατραυματικό στρες αγνώστου διάρκειας.

Ωστόσο η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα εν έτει 2016, τόσο στο πολιτικό πεδίο με την αναζωπύρωση του θέματος ελλείψει άλλων προτάσεων, όσο και η αδυναμία μας να βρούμε λύσεις σε ποικίλα ζητήματα που να εξαιρούν την εσωστρέφεια, δείχνουν πως το θέμα του εμφυλίου δεν έχει πράγματι ξεπεραστεί και κατά συνέπεια δεν απασχολεί άδικα τόσο έντονα την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή.

Το μυθιστόρημα του Ακρίβου εκτός από σχετικά ολιγοσέλιδο, καταφέρνει να μας δώσει μια οπτική του εμφυλίου μέσα από τις επιστολές των κατοίκων ενός χωριού προς τον αριστερό αντάρτη Στέργιο που κατέφυγε στην Τασκένδη. Η μάνα του, ο πατέρας του, τα αδέλφια του, τα ανίψια που ποτέ δεν γνώρισε, η συντοπίτισσα και συντρόφισσα του βουνού που άφησε πίσω του, όλοι αυτοί προσπαθούν απεγνωσμένα να κρατήσουν στέρεο το νήμα που τους ενώνει με τον πρόσφυγα, χωρίς να τα καταφέρνουν. Εκείνος παντρεύεται μια Ρωσίδα και κάνει οικογένεια μαζί της, μένει πιστός στις αριστερές του ιδέες χωρίς να ενδιαφέρεται να γυρίσει πίσω, αδιαφορεί για την ερωτική του σύντροφο στο βουνό. Το νήμα καθώς περνούν τα χρόνια φθείρεται αφήνοντας μια παγερή αίσθηση.

Ο Ακρίβος θέλοντας να δείξει ακριβώς αυτήν την αποστασιοποίηση και την έλλειψη επικοινωνίας παρά τις απεγνωσμένες και συναισθηματικά φορτισμένες επιστολές της οικογένειας προς τον πολιτικό πρόσφυγα, παραθέτει ανάμεσα στα γράμματά τους αυθεντικά κείμενα από εφημερίδες της εποχής με ειδήσεις όχι μόνον από την Ελλάδα αλλά και παγκόσμιες, δελτία προπό, αποσπάσματα από τον Μικρό Ήρωα και αργότερα από τον διάδοχό του το Μικρό Σερίφη, σελίδες του Καζαμία, χωρία από αναγνωστικά.

Όλα τους δεικνύουν την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην εσωστρεφή αναμόχλευση των συναισθημάτων και την εμμονική προσήλωση στο να μην κοπεί το νήμα που τους συνδέει με τον Στέργιο, τη στιγμή που τα πράγματα αλλάζουν, η ζωή προχωρά και ο υπόλοιπος κόσμος πάει στο φεγγάρι. Αναπόφευκτα βέβαια το νήμα κόβεται, αν και μονομερώς από την πλευρά του Στέργιου. Αυτός τράβηξε το δρόμο του, οι υπόλοιποι μείνανε να παλεύουν με τα φαντάσματα. Αγνοώ αν αυτή ήταν η πρόθεση του Ακρίβου, ωστόσο μια τωρινή ανάγνωση του βιβλίου, θα μπορούσε να στηρίξει μια τέτοια ερμηνεία, ακόμα κι αν ο συγγραφέας ουδόλως δεν την είχε σκεφτεί.

Σε κάθε περίπτωση το Κίτρινο Ρώσικο Κερί είναι αξιανάγνωστο, όχι μόνον γιατί προσφέρεται για ερμηνείες που συνδέονται άμεσα τελικά με το σήμερα –ποιος να το περίμενε τόσα χρόνια μετά τον εμφύλιο;-, αλλά και επειδή είναι θαυμάσια γραμμένο, και ως προς το απόλυτο ταιριαστό με τα πρόσωπα ύφος των επιστολών, και ως προς την εξαιρετική του ιδέα να παρεμβάλλει αυτούσιες πηγές της εποχής. Και αυτές, σε αντίθεση δυστυχώς με τις επιστολές, δείχνουν πως τα πράγματα εξελίσσονται. Αδιάφορα αν είναι προς το καλό ή το κακό. Πάντως αλλάζουν. Όχι όμως και όσοι εμμένουν στον απόηχο του εμφυλίου, όπως τα πρόσωπα που συγγράφουν τις επιστολές.

Αυτή ακριβώς η απόσταση που έτσι δεξιοτεχνικά παρουσιάζεται είναι που κάνει το μυθιστόρημα του Ακρίβου να έχει πράγματι κάτι να καταθέσει παρά το χιλιοειπωμένο θέμα του.

Αεροπλάστ, Άντζελα Δημητρακάκη, Εστία 2015

vivlio_11
Έντιμο. Αυτός είναι ο πρώτος χαρακτηρισμός που μου ήρθε στο μυαλό ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου. Με την έννοια ότι η συγγραφέας δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για ευρεία αποδοχή, ούτε πάσχει από γλωσσικό ναρκισσισμό, ούτε γράφει για να γράφει. Γράφει ακολουθώντας ένα νήμα που έχει πλήρη συναίσθηση ότι οδηγεί στην κατανόηση του εαυτού και συνεκδοχικά του κόσμου της και της εποχής της. Γράφει ακόμα κι αν προκαταβολικά γνωρίζει ότι αυτό το νήμα μπορεί να κοπεί ξαφνικά αφήνοντάς την να μετεωρίζεται σε ένα αδιέξοδο τέτοιο που να δικαιολογεί τις απονενοημένες εξόδους. Τις συχνά προτιμότερες από τη στασιμότητα.

Ξετινάζει τις ψυχές των ηρώων της, επιχειρώντας να φτάσει ως το κουκούτσι. Όλοι πρωτοπρόσωποι αφηγητές, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους ως στάση ζωής και ως ιδιοσυγκρασίες. Ένα κοινό μονάχα έχουν η Αντιγόνη, ο Ικέρ, η Μέλανι, ο Μαρτί, ο Κάι. Αναζητούν το προσωπικό τους στίγμα παλεύοντας με την ανθρωποφάγα Ιστορία. Κι αυτό που ανακαλύπτουν, είναι, πως παρά τις αναζητήσεις τους, παρά τη διαρκή και υπερβολική κίνησή τους στα γεωγραφικά πλάτη και μήκη ή το ακριβώς αντίθετο, την απόλυτα ακινησία και στατικότητα σε ένα μέρος, η έξοδος ταυτίζεται σε τέτοιο βαθμό με το αδιέξοδο που καταντά κύκλος. Φαύλος κύκλος.

Η Αντιγόνη πρόσωπο καθοριστικό για να ξεκλειδωθούν τα υπόλοιπα πρόσωπα, δεν υφίσταται τελικά παρά μόνον ως «δυνατότητα». Οι ήρωες, μετά το φευγιό της (και της άμεσα εξαρτώμενης από αυτήν Μέλανι) συναποφασίζουν να σιωπήσουν για την ύπαρξη της Αντιγόνης, ώστε να κρατήσουν τη δυνατότητά της ζωντανή. Όχι την ίδια την Αντιγόνη. Τη δυνατότητά της. Τη δυνατότητα της πορείας χωρίς δικαιολογίες, χωρίς φόβο και πάθος, χωρίς ελπίδα. Της πορείας προς το κέντρο της ατομικής ύπαρξης σκάβοντας μεθοδικά και υπομονετικά με τα νύχια και αγνοώντας τα αίματα και τον πόνο.

Διόλου περίεργο που ένα τέτοιο πλάσμα θεωρείται ούτε λίγο ούτε πολύ ως άγγελος από τη Μέλανι. Εντέλει κι από τους υπόλοιπους, αφού εξαφανίζεται όπως εμφανίστηκε, δίχως να αφήσει ίχνη. Μονάχα που ο «άγγελος» της Δημητρακάκη δεν έχει καμία σχέση με τον ενσαρκωμένο άγγελο από τα Φτερά του Έρωτα του Βιμ Βέντερς. Δεν ενσαρκώνεται για να προστατεύσει κανέναν, δεν ευαγγελίζεται την αγάπη. Ευαγγελίζεται την αγωνιώδη αναζήτηση του εαυτού με θυσία του έρωτα και πάσης φύσεως αγάπης και ενστίκτου, ακόμα και του μητρικού. Για το ένστικτο της επιβίωσης δεν συζητείται διόλου. Η Αντιγόνη το έχει αποποιηθεί εξ αρχής.

Τι βρίσκει η Αντιγόνη; Σύμφωνα με τον Κάι, τον τελευταίο στη σειρά πρωτοπρόσωπο αφηγητή, βρίσκει το δρόμο. Όχι το στόχο, όχι το αποκούμπι, όχι τη λύση. Τον αέναο δρόμο προς την λύση, τον ανθόσπαρτο δρόμο με διαρκείς εξόδους από τη ζωή της, τα γύρω της πρόσωπα, ακόμα κι από το παιδί της, μέχρι που απέμεινε μια μορφή κάπως μεταφυσική, κάπως άυλη, από Αντιγόνη μετατράπηκε σε μια «δυνατότητα» Αντιγόνης. Ποιο το όφελος; Πολλά και τίποτα. Όπως πάντα είναι θέμα οπτικής. Και αλήθειας. Αν και όπως λέει και ο Μαρτί στα αποσπάσματα από την πανεπιστημιακή του εργασία, το ψέμα είναι βασική προϋπόθεση στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, στις διαπροσωπικές σχέσεις και στον πολιτισμό.

Πέρα από αυτά η Δημητρακάκη εμβάλλει στην αφήγησή της εξαίρετα συνδυασμένα θέματα όπως η αυτοκτονία του Βάλτερ Μπένγιαμιν σε ένα ισπανικό χωριό που επισκέπτονται οι ήρωες και η «έμψυχη Ιστορία», όπως την ονομάζει, αυτό που παραπάνω αποκάλεσα ανθρωποφάγα Ιστορία. Πολλά θα μπορούσαν να λεχθούν εδώ για τα θέματα που εγείρει το Αεροπλάστ, θα προτιμήσω όμως να αναφερθώ στον τίτλο, όπως τον εκλαμβάνω προσωπικά: Αεροπλάστ, υλικό πακεταρίσματος με θύλακες αέρα που προστατεύει εύθραυστα αντικείμενα. Όχι όμως από τις μετωπικές συγκρούσεις και τις ελεύθερες πτώσεις, όπως αυτές που επιχειρούν οι ήρωες της Δημητρακάκη.

Ένα μόνο ακόμα. Το βιβλίο δεν είναι ευκολοδιάβαστο. Μάλλον απωθεί τον ανυποψίαστο αναγνώστη. Μοιάζει να απευθύνεται σε σχετικά λίγους. Αυτό δεν είναι κακό, εκτός αν ο δημιουργός κατασκευάζει επί τούτου διανοουμενίστικα οικοδομήματα, με ελιτίστικη διάθεση. Η Δημητρακάκη μοιάζει αυθεντική, γι’ αυτό και δεν θα θεωρήσω αρνητική την περιπλοκότητα και τις δυσκολίες που θέτει η ανάγνωση του βιβλίου της. Αυτός είναι και ο λόγος που εξ αρχής χαρακτήρισα το Αεροπλάστ έντιμο.

Δημοκρατία (graphic novel), Αλέκος Παπαδάτος, Ίκαρος 2015

9789605720728-1000-1126077
Τα κόμικς σε γενικές γραμμές παραπέμπουν σε πιο εύπεπτα αναγνώσματα. Μέχρι πριν κάποια χρόνια δύσκολα θα παρέπεμπαν σε λογοτεχνία. Η αλήθεια είναι πως ένα μυθιστόρημα αποδοσμένο σε εικόνες, αν είναι αξιόλογο, ταιριάζει θαυμάσια στην εποχή μας και τους εντατικούς της ρυθμούς που θέλει την ανάγνωση να υποχωρεί και την εικόνα μετά λεζάντας να θριαμβεύει. Όπως και να έχει, η δουλειά των Αλέκου Παπαδάτου, Αβραάμ Κάοουα και Annie Di Donna, το graphic novel Δημοκρατία, απερίφραστα ανήκει στη λογοτεχνία και μάλιστα αποτελεί αξιόλογο δείγμα της.

Δεν είναι το πρώτο του είδους. Έχει προηγηθεί το Logicomix του Απόστολου Δοξιάδη, στο οποίο συμμετείχε ο Παπαδάτος αντλώντας προφανώς πολύτιμη εμπειρία. Παλιότερα δε Οι Δραπέτες της Σκακιέρας του Ευγένιου Τριβιζά, μολονότι για παιδιά (και όχι μόνο), είχε θέσει ήδη αρκετά ψηλά τον πήχη. Και τώρα η Δημοκρατία, άξιος συνεχιστής στα καθ’ημάς μιας παράδοσης που έχει αρχίσει να διαφαίνεται.

Η ιδέα να μιλήσει κανείς για τη γένεση της δημοκρατίας και τον Κλεισθένη ακούγεται εν πρώτοις κάπως απλή και παρωχημένη, και αυτά ακριβώς είναι που αυξάνουν τις δυσκολίες του εγχειρήματος. Οι δημιουργοί έχοντας προφανώς υπόψη τους τα εμπόδια φρόντισαν να τα υπερβούν παρουσιάζοντάς μας ένα έργο εξαιρετικά επίκαιρο και διόλου απλοϊκό.
Η ενηλικίωση ενός νεαρού Αθηναίου στα χρόνια του Κλεισθένη συμπίπτει με την ενηλικίωση του πολιτεύματος στην αρχαία Αθήνα. Έξοχος παραλληλισμός που δουλεύει θαυμάσια στην υλοποίησή του πετυχαίνοντας δύο πράγματα: αφενός ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία του ατόμου προς την ωρίμανση με όσα εμπόδια και παλινδρομήσεις αυτό συνεπάγεται, κάτι που τον αφορά προσωπικά και άμεσα. Αφετέρου βλέπουμε το ακριβές αντίστοιχο αυτής της ατομικής πορείας να προβάλλεται στο πολίτευμα κατά τρόπο ώστε να διαφανεί ότι το άτομο έχει τις δικές του ευθύνες στην ωρίμανση του πολιτεύματος.

Πολλά άτομα συνιστούν μια κοινωνία που παρά τις διαφοροποιήσεις των μελών της, η κοινή τους συνισταμένη είναι αυτή που τελικά θα μορφοποιήσει το πολίτευμα. Από την άλλη πλευρά καταδεικνύεται πως και ο κάθε μεμονωμένος πολίτης, όπως ο μυθιστορηματικός Λέανδρος, εξαρτά την ενηλικίωσή του ακριβώς από την μεγαλύτερη ή μικρότερη ωριμότητα του πολιτεύματος. Μπορεί η αλληλεπίδραση ατόμου –πολιτεύματος να φαντάζει σαν σχολική έκθεση ιδεών, ωστόσο είναι τόσο προσεκτικά χτισμένη μέσα από το σενάριο και το κείμενο του βιβλίου, που ωθεί τον αναγνώστη να την ξαναανακαλύψει, αυτή τη φορά με την ομορφιά που αξίζει στην ιδέα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ευφυείς ατάκες και βαθύτερες σκέψεις με τις οποίες είναι διανθισμένο το graphic novel, αποκτούν βαρύτητα λόγω της αναγκαστικής επιγραμματικότητάς τους. Σε ένα κόμικ δεν χωρούν πολλά λόγια, συνεπώς όσα θα ειπωθούν πρέπει να είναι μεστά και να κινητοποιούν άμεσα τον αναγνώστη. «Δεν φοράνε μάσκες μόνο οι ηθοποιοί. Εκείνοι καλύπτουν τα πρόσωπά τους για να δούμε καλύτερα ποιοι είναι. Εμείς τα καλύπτουμε για να κρυφτούμε». Αλλού, «Εμείς επευφημούμε όταν μας το ζητούν, εμείς πολεμάμε όταν μας το ζητούν, κι αυτοί μόνο ζητούν». Οι εικόνες και η πλοκή συμπληρώνουν τα υπόλοιπα, πλην όμως ο λόγος, αν και περιορισμένος λόγω του είδους του βιβλίου, είναι λόγος εξαιρετικά δουλεμένος και ουσιαστικός.

Επιπλέον δίνεται σταθερά η εντύπωση πως ναι μεν η αμφίεση και τα οικοδομήματα ανήκουν σε μια άλλη εποχή, οι άνθρωποι όμως σκέφτονται και λειτουργούν με τις ίδιες αδυναμίες και παρόμοιους τρόπους όπως οποιοσδήποτε άνθρωπος ανεξαρτήτου χρόνου. Συνεπώς τα πρόσωπα στη Δημοκρατία ακόμα και κάτω από χιτώνες, μας είναι αφόρητα οικεία. Η σχέση φωτός-σκότους ή αν προτιμάται Απολλώνιου και Διονυσιακού πνεύματος, όπως μας το παρουσίασε ευκρινέστατα ο Νίτσε στο Η Γέννηση της Τραγωδίας, όχι μόνο είναι αρκούντως αφομοιωμένη από τους δημιουργούς ώστε να διαπερνά τα λόγια και τις πράξεις των ηρώων, αλλά επιπλέον παρουσιάζεται με ξεκάθαρο όσο και εύσχημο τρόπο σε όνειρο του Λέανδρου. Εκεί η Αθηνά και ο Απόλλωνας συνομιλούν με το Διόνυσο, όλοι τους με τη μορφή σημερινού ανθρώπου παίρνοντας έτσι από το χεράκι τον αναγνώστη και κάνοντας εντελώς κατανοητές τις προθέσεις των δημιουργών. Ο δε εγκιβωτισμός του ονείρου γίνεται με τόση δεξιοτεχνία που ο αναγνώστης δεν προσβάλλεται που του εξηγούν σε τέτοιο πια βαθμό. Ίσα-ίσα απολαμβάνει κιόλας το εύρημα…

Έτσι λοιπόν η αίσθηση που δίνεται και σε ατομικό επίπεδο και σε επίπεδο πολιτεύματος (όπου θίγεται σαφέστατα το θέμα του λαϊκισμού), είναι πως είτε βρισκόμαστε στην αρχαία Ελλάδα των αρχών του 5ου αι. π.Χ. είτε στη σύγχρονη, δεν αλλάζουν και πολλά πράγματα. Παράλληλες σκέψεις, προβλήματα και αντιδράσεις. Με μια δυστυχώς διαφορά. Τότε υπήρξε ένας Κλεισθένης που έπιασε το σφυγμό της εποχής και ήταν αρκετά ικανός ώστε να παρέμβη καταλυτικά. Διαφορετικά, όσο ώριμες και αν ήταν οι περιστάσεις, θα αργούσε πολύ να γεννηθεί η δημοκρατία, ίσως ακόμα και να μην γεννιόταν καθόλου, μιας και οι Πέρσες θα ακύρωναν κάθε κυοφορία της νικώντας στη μάχη του Μαραθώνα.

Ο καταλύτης λοιπόν. Το άριστο άτομο, που με τη διορατικότητα και τις ικανότητές του θα πυροδοτήσει τον μηχανισμό. Ας μην ξύνουμε πληγές σε μια σύγχρονη Ελλάδα όπου η αριστεία καταλήγει ρετσινιά και θεσμοθετείται ως τέτοια. Εξάλλου ανέκαθεν στη χώρα μας οι άριστοι εξοστρακίζονταν. Το μεγάλο στοίχημα παραμένει αν κάποιος τους αποδειχτεί αρκετά εφευρετικός ώστε να παρακάμψει τη δυσκολία και να δράσει ως καταλύτης.

Καταλήγοντας. Άρτια δουλειά η Δημοκρατία. Άρτια πέρα από κάθε προσδοκία. Και στις ιδέες που τη διαποτίζουν, βαθιά αφομοιωμένες, και στις συρραφές τους που δεν φαίνονται διόλου, και στο σεναριακό χειρισμό που δουλεύει άψογα με όρους αφηγηματογραφίας, και στην λογοτεχνική απόδοση σαφώς υποβοηθούμενη από τις καλαίσθητες εικόνες με όρους κόμικ. Ένα πραγματικό λογοτέχνημα που αφήνει ικανοποιημένο τον αναγνώστη που δεν θέλει να χάσει το χρόνο του.

Οι χυδαίες ορχιδέες, Έλενα Μαρούτσου, Κίχλη 2015

MAROUTSOU-elena
Οι Χυδαίες Ορχιδέες της Μαρούτσου μου άφησαν εκείνη την πολύτιμη αίσθηση παλαιότερων ετών, όταν έπεφτες πάνω σε καλή ταινία σε θερινό σινεμά, ενώ απλώς είχες αποφασίσει να πηγαίνεις στις προβολές σχεδόν καθημερινά χωρίς να κοιτάς καν τους τίτλους. Ένα μικρό διαμαντάκι που έπεσες πάνω του τυχαία.

Το βιβλίο έχει δυο βασικά προσόντα. Το πρώτο είναι πως δύσκολα το αφήνεις από τα χέρια σου. Η αφήγηση ρέει απρόσκοπτα, η πλοκή καλοδουλεμένη δίχως (ορατές) φιλοσοφικές εξάρσεις. Η συγγραφέας δεν θέτει εμπόδια στον αναγνώστη με βαρετές σχοινοτενείς περιγραφές, αντιθέτως η πλοκή κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν γίνονται οι απαραίτητες παύσεις για να μην καταλήξει το κείμενο να μοιάζει με μια ανούσια ταινία δράσης. Ίσα ίσα η δράση αυτή αποσκοπεί στο φωτισμό της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχοσύνθεσης των ηρώων κατά τρόπο ώστε ο αναγνώστης να προσπερνά τις όποιες υπερβολές τους και να αντικρίζει βαθιά ανθρώπινα πλάσματα με τη δική του πορεία το καθένα μακριά από κάθε ηθικοδιδακτισμό ή στερεότυπα. Αυτό ακριβώς είναι το δεύτερο προσόν του.

Έτσι για παράδειγμα το κλισέ του λευκού άντρα που ονειρεύεται να συνουσιαστεί με μια μαύρη ναι μεν υπάρχει στο διήγημα Η μοναδική απόχρωση του μαύρου, αλλά έχει ήδη ανατραπεί από την αρχή κιόλας στο πρώτο διήγημα που χάρισε στη συλλογή τον τίτλο. Στο τέλος πάντως ο αναγνώστης, ακόμα και ο πιο συντηρητικός, αναγκάζεται να παραδεχτεί πως το κουκούτσι του ανθρώπου δεν βρίσκεται ούτε στα κλισέ που ανατρέπονται ή δεν ανατρέπονται, ούτε στις σεξουαλικές του επιλογές και στις σκηνές αυνανισμού ή ομοφυλοφιλικού έρωτα, ούτε στην νευρική ανορεξία ή σε μύριες άλλες «παρεκκλίσεις». Όλοι οι ήρωες της Μαρούτσου ανεξαρτήτως των επιλογών τους ούτε μία στιγμή δεν παρουσιάζονται μειονεκτικοί (ή ακόμα χειρότερα το αντίθετο, να κάνουν παντιέρα ανωτερότητας και επηρμένης διαφοροποίησης την απόκλισή τους). Στιγμή δεν περνάει από το μυαλό του αναγνώστη να τους καταδικάσει ή να τους εξάρει, απλώς τους αποδέχεται όλους ισότιμα στην πορεία της ζωής τους και αυτό γιατί η Μαρούτσου καταφέρνει να αποκαλύψει τις ευαισθησίες τους και τα περίπλοκα ενίοτε δρομάκια του μυαλού τους σε έναν αγώνα αυτοπροσδιορισμού και συναισθηματικής επιβίωσης.

Υπό αυτό το πρίσμα το σεξ σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί βασικό άξονα του βιβλίου. Δεν είναι παρά ένα φόντο που από τις πρώτες κιόλας σελίδες έτσι το αντιμετωπίζει ο αναγνώστης. Αυτό ακριβώς είναι το είδος της ωριμότητας που κατά τη γνώμη μου μεταξύ άλλων χαρακτηρίζει την αξιόλογη λογοτεχνία. Η δράση και οι τυχόν ακρότητες ως η πλατφόρμα που θα αναδείξει αντιστικτικά την όποια ουσία πέρα από τη δράση. Η πλοκή ως αρωγός και συνεργάτης για να ειπωθεί αυτό που ο συγγραφέας θέλει, χωρίς να κουράσει τον αναγνώστη.

Πέρα από αυτό, ήδη στο οπισθόφυλλο τονίζεται η συνομιλία με άλλα λογοτεχνικά έργα με σκοπό τη διακειμενικότητα. Ομολογώ πως παραλίγο να αποθαρρυνθώ εξαιτίας αυτού του προβαλλόμενου χαρακτηριστικού ως βασικού και να αφήσω το βιβλίο να αναπαύεται ήσυχο στον πάγκο του βιβλιοπωλείου. Με ανακούφιση διαπίστωσα μετά το πέρας της ανάγνωσης πως οι πλείστες αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα δεν έχουν σκοπό να καταχραστούν την αυθεντία βαρύγδουπων, κάποτε λιγότερο βαρύγδουπων ονομάτων, για να προβληθούν τα πολλά διαβάσματα. Στις Χυδαίες Ορχιδέες οι αναγνώσεις της Μαρούτσου, παρότι εμφανείς και έντονες, δεν αποτελούν παρά ένα σκαλοπάτι για να δοθεί βάθος σε αυτό που ειπώνεται, χωρίς ο αναγνώστης να νιώθει ότι προελαύνει μπροστά του η βιβλιοθήκη της συγγραφέως για επίδειξη. Βαθιά αφομοιωμένη κάθε της αναφορά, ενσωματώνεται στο κείμενο άλλοτε ευθέως άλλοτε πλαγίως και κάποτε με χιούμορ, πάντως σε κάθε περίπτωση δεν αποτελούν αυτές οι αναφορές ξένο σώμα, ούτε ο αναγνώστης νιώθει υποτιμημένος αν τυχόν αγνοεί κάποιες από αυτές. Η Μαρούτσου εξάλλου μας κλείνει το μάτι, ανακατεύοντας μαζί με τη Σύλβια Πλαθ και τον Φίλιπ Λάρκιν, τις Γέφυρες του Μάντισον, μια ταινία που μάλλον δεν έχει καταγραφεί στα μαστ του καλλιεργημένου. Τα ερεθίσματα, ακριβώς όπως και οι όποιες σεξουαλικές επιλογές, δεν είναι παρά γέφυρες για να βαδίσουμε στην άλλη άκρη απροκατάληπτα και δίχως στερεότυπα. Νομίζω πως αυτή η πραγματωμένη με κάθε τρόπο στάση της Μαρούτσου, είναι που κάνει το βιβλίο της πραγματικά αξιόλογο.

Και κάτι ακόμα. Οι Χυδαίες Ορχιδέες βρίθουν από μικρά ανοίγματα, αναπάντεχες εξόδους στην ψυχή των ηρώων, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο λυρικές, από αυτές που πέρα από τη συγκίνηση που προκαλούν, σε αφήνουν να κρυφοκοιτάξεις πίσω από το παραπέτασμα και από δικαστής να μετατραπείς σε συμμετέχοντα, κι εσύ ένας από τους πολλούς, ανεξάρτητα αν είσαι πόρνη, ναρκομανής, λεσβία, καθωσπρέπει πατέρας, τυπική φοιτήτρια, η κόρη ή η εγγονή της λαίδης Τσάτερλυ, βαρετός και μάλλον αποτυχημένος σκηνοθέτης, μια νοσοκόμα σε κάποια επαρχιακή πόλη της Αγγλίας, ή ο εγγονός ενός διεστραμμένου παπά. Όλοι αυθύπαρκτοι και ισότιμοι, όποιον δρόμο κι αν έχουν διαλέξει. Όλοι στροβιλίζονται σε μια δίνη με καταφύγιο το προσωπικό τους βαθιά ανθρώπινο πυρήνα, ακόμα και στη διαστροφή, την απλοϊκότητα, την κοινοτυπία, το λυρισμό, τη νεύρωση, τον ορθολογισμό ή τον καθωσπρεπισμό τους. Ο καθένας τους ένας φακός που με το δικό του τρόπο κοιτά γύρω του και μέσα του. Ποιος είναι ο σωστός; Ποιος φακός είναι καλύτερος; Δεν έχει σημασία. Γιατί οι ήρωες της Μαρούτσου είναι βαθιά ανθρώπινοι όσο και μοναχικοί εντέλει, είτε στη δύναμη είτε στην αδυναμία τους. Είναι άνθρωποι.

Τα τεχνικά τα αφήνω στα βιβλία που με άγγιξαν τελευταία ή τα παραλείπω, μιας και δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούν, εφόσον έχουν επιτελέσει το ρόλο τους αρκετά πετυχημένα ώστε η προσοχή του αναγνώστη να μην κολλήσει σε αυτά. Ας κάνω εδώ μια μικρή παραχώρηση, για να αναφέρω μονάχα πως η συλλογή της Μαρούτσου αποτελείται από έντεκα διηγήματα, όχι εντελώς ανεξάρτητα, μιας και κάποιο δευτερεύων πρόσωπο επανέρχεται ως κύριο σε κάποια άλλη ιστορία, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι μια σειρά αλληλένδετων ιστοριών, χωρίς η καθεμία από αυτές να χάνει την αυτονομία της. Από αυτή την άποψη η τεχνική της συγγραφέως θυμίζει έντονα τον Κόλουμ ΜακΚαν στα δύο τελευταία του βιβλία, το Κι άσε τον κόσμο το μεγάλο να γυρίζει, και το Υπερατλαντικός. Οι Χυδαίες Ορχιδέες δεν διεκδικούν λοιπόν την πρωτοτυπία σε αυτό. Φαντάζομαι θα υπάρχουν κι άλλοι εκτός από τον ΜακΚαν που έχουν δοκιμάσει αυτό το ιδιότυπο σχετικά σχήμα συρραφής διηγημάτων που απαρτίζουν κατά κάποιο τρόπο ένα μυθιστόρημα. Ωστόσο η Μαρούτσου, οφείλω να πω πως το κάνει με ιδιαίτερα πετυχημένο τρόπο.

Τώρα μάλιστα που οι τιμές των εισιτηρίων στα θερινά δεν επιτρέπουν την παρακολούθηση ταινιών σε καθημερινή βάση, ούτε βέβαια είναι εύκολη η αγορά τόσων βιβλίων όσο παλιότερα, νιώθω διπλά χαρούμενη που κάθε άλλο παρά με απογοήτευσαν οι Χυδαίες Ορχιδέες. Το ανέλπιστα αξιόλογο μέσα στην σχετική πληθώρα.

Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες, Ηλίας Παπαμόσχος, Κίχλη 2015

thumbnail
Παπαμόσχο δεν έχω ξαναδιαβάσει ώστε να είμαι σε θέση να διακρίνω μια εξελικτική ή λιγότερο εξελικτική πορεία στο έργο του. Αυτό είναι το πέμπτο του βιβλίο. Ωστόσο πέρα από συγκρίσεις με προγενέστερα έργα, πέρα κι από το όνομα του οποιουδήποτε συγγραφέα που κουβαλάει μία κάποια στάμπα, σκέφτομαι πως το προτιμότερο όλων είναι να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο στα τυφλά, καλύπτοντας (θεωρητικά τουλάχιστον) το όνομα, αρνούμενος να δει ακόμα και τη φωτογραφία, το βιογραφικό ή την εργογραφία στο αυτί του εξώφυλλου ή σε αναζητήσεις στο διαδίκτυο. Κι ακόμα περισσότερο αγνοώντας πριν το διαβάσει, τις κριτικές (επαγγελματιών ή ερασιτεχνών), όπως και τον εκδοτικό οίκο ή το εξώφυλλο που αναπόφευκτα κι αυτά με τη σειρά τους προκαταβάλλουν τον αναγνώστη. Ένα κείμενο πρέπει -για να μην πω επιβάλλεται- να μιλάει από μόνο του δίχως άλλους θορύβους. Μόνο τότε θα φανεί η όποια αξία του: από την απροκατάληπτη συνομιλία που θα έχει μαζί του ο αναγνώστης. Τότε γιατί υπάρχει αυτό εδώ το ερασιτεχνικό ιστολόγιο που αποπειράται να πει τη γνώμη του για κάποια από τα λογοτεχνήματα που διαβάζει ο διαχειριστής του;
Με δυο λόγια η απάντηση -μιας και το θέμα του ποστ εξακολουθεί παρά τα φαινόμενα να είναι «Η Αλεπού της σκάλας»- :
πρώτον επειδή οι όποιες απόπειρες καταγραφής των εντυπώσεων διευκολύνουν αυτόν τον ίδιο τον αναγνώστη του στην καλύτερη κατανόηση. Μπροστά σε μια κόλλα χαρτί μπαίνουν οι σκέψεις αναγκαστικά σε σειρά.
Δεύτερον γιατί οι σκέψεις αυτές ίσως φανούν χρήσιμες σε κάποιον που έχει ήδη διαβάσει το βιβλίο και έχει ήδη προλάβει να σχηματίσει τη δική του γνώμη χωρίς να καπελωθεί. Και όταν λέω «χρήσιμες», εννοώ πως μπορεί να του δώσουν μια διάσταση που δεν είχε αντιληφθεί.
Για το «Η Αλεπού της σκάλας» τώρα δίχως άλλες παρεκβάσεις (που εξάλλου θα μπορούσαν να αποτελέσουν το θέμα μιας ξεχωριστής ανάρτησης).

Τα μικρά διηγήματα της συλλογής, που λίγο ακόμα και θα μπορούσε κάποιος να τα χαρακτηρίσει μικρή φόρμα, τα έχω διαβάσει αρκετές βδομάδες νωρίτερα, αλλά προτίμησα να αφήσω ένα διάστημα να περάσει πριν καταγράψω τις εντυπώσεις μου, ώστε αυτές να καταλαγιάσουν και να δω τι έμεινε.

Η πρώτη διαπίστωση όσον αφορά στη θεματολογία του, είναι πως δεν μου έμεινε τίποτα με την έννοια τουλάχιστον ότι αδυνατούσα να θυμηθώ ένα κάποιο επεισόδιο εκτός από αυτό που έχει δώσει τον τίτλο του στο βιβλίο και αναπόφευκτα εξαιτίας αυτού το πρόσεξα περισσότερο. Πρόκειται βεβαίως για χαμηλόφωνα στιγμιότυπα της καθημερινότητας κυρίως της επαρχίας, για μικρά, πολύ συχνά εντελώς κοινότυπα πράγματα.

Εμφανώς τα κείμενα δεν ποντάρουν στο ξεχωριστό και ιδιαίτερο που τραβάει την προσοχή, με άλλα λόγια στο εξαιρετικό, αλλά στο λίγο, κάποιες φορές ακόμα και ελάχιστο. Ένα ελάχιστο που φιλοδοξεί να ανασυρθεί από την ασημαντότητά του λόγω της ιδιαίτερης και ευαίσθητης οπτικής που αντιμετωπίζεται. Μια ταριχευμένη αλεπού, ένας διωγμένος σκύλος, λιβελούλες που ερωτοτροπούν, ένα πληγωμένο πουλί αποτελούν μεταξύ άλλων πιο «αστικών» θεμάτων, κεντρικά μοτίβα. Για την ακρίβεια δεν είναι το κυνήγι και τα πλείστα ζώα το θέμα αυτό καθ’ εαυτό, αλλά το συναίσθημα και οι περαιτέρω σκέψεις που αυτά γεννούν στον συγγραφέα.

Καμία αντίρρηση έως εδώ. Εξάλλου και η εποχή μας φαντάζει εσωστρεφής και ενδοσκοπική, και ίσως και να είναι. Διαφορετικά, αν ο δημιουργός ασχοληθεί με κάπως πιο μεγαλεπήβολα θέματα, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ρετρό. Αλλά από το σημείο αυτό έως την αχλή που καλύπτει το «Η αλεπού στη σκάλα» υπάρχει μια απόσταση
.
Για παράδειγμα ο Σκαμπαρδώνης στο πρόσφατο «Νοέμβριος» κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον Παπαμόσχο, αλλά οι μικρές του λεπτομέρειες (των εξίσου μικρών του διηγημάτων) φωτίζονται με τόση ευκρίνεια και ένταση, που, παρόλο που έχει περάσει πολύς καιρός που τις διάβασα, τις θυμάμαι όλες μία προς μία. Και μάλιστα σε ανύποπτες στιγμές. Ομολογώ πως οι ιστορίες του Παπαμόσχου είναι αρκετά διεισδυτικές και τρυφερές, κάποτε αρκούντως άγριες για να μη χαρακτηριστούν υποτονικές. Δεν είναι του πεταμού. Ίσα ίσα είναι αξιοπρόσεκτες, γι’ αυτό κάνω τον κόπο να καταγράψω εδώ τις εντυπώσεις μου.
Ο πλάγιος φωτισμός τους είναι θεσπέσιος. Προφανώς μιλάμε για ευαίσθητη πένα που αντιλαμβάνεται τους υποδόριους κραδασμούς. Είναι όμως αρκετό αυτό, αν μιλάμε για πραγματικές απαιτήσεις; Δεν ξέρω αν θα κάνω τον κόπο να καταλάβω για ποιο λόγο θυμάμαι τόσο έντονα τα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη (για να μιλήσω μόνο για σύγχρονους νεοέλληνες), αλλά έχω μια γενική και θολή εικόνα για αυτά του Παπαμόσχου. Μα να μη μου έχει μείνει στο μυαλό λίγες βδομάδες μετά ούτε ένα παρά τον καλόγουστο και εντός εποχής υποφωτισμό τους;

Πιθανώς να συνέτεινε και το μετέωρο ύφος του. Για την ακρίβεια ούτε αυτό, όσο τα μότο με στίχους του Αναγνωστάκη που εμφανίζονται σε κανά δυο μικρές φόρμες. Εξηγούμαι πρώτα απ’ όλα ως προς το μετέωρο: η γραφή του δίχως ξόμπλια, ακριβής και καθαρή. Τουλάχιστον στην αρχή. Έως εδώ καλά. Κάλλιστα. Στη συνέχεια παρεισφρέουν στοιχεία κακώς εννοούμενης ποιητικότητας που θολώνουν το ύφος του και αφήνουν ενεό τον αναγνώστη. Δεν είναι κακή η εναλλαγή κοφτών πεζών φράσεων με εμβόλιμα ποιητικά στοιχεία, όπου τουλάχιστον αυτά απαιτούνται για να μας μεταγγίσει ο συγγραφέας την ιδιαίτερη συναισθηματική ή πνευματική κατάσταση. Μόνο που τα ποιητικά κομμάτια –και ως τέτοια εννοώ όσα έχουν ρυθμό-, φαντάζουν φορτωμένα με πολλά επίθετα και καλολογικά στοιχεία, για να μην μιλήσουμε για τις παρομοιώσεις. Αγνοώ αν έχω επηρεαστεί από τον Αναγνωστάκη που εννοούσε την ποίηση λιτή δίχως ίχνος βαρύτιμα στολίδια και μεταφορές ή σήμερα από τον Χάρη Βλαβιανό που μεταφέρει ύψιστη συγκίνηση δίχως κανένα συναισθηματισμό επιθέτων και καλολογικών. Αλλά η αναφορά σε στίχους του Αναγνωστάκη από κάποιον που γράφει σαν την Κική Δημουλά (ασχέτως αν ενίοτε εκτιμώ και την ποίηση της Δημουλά), με ξένισε.
Παράδειγμα:
Μου είπες: οι αναμνήσεις είναι η ζωή. (Μανόλης Αναγνωστάκης, ΥΓ.)

Χαμένα μες στα πλουμιστά κλαριά είναι τα κοτσύφια την άνοιξη, του χειμώνα τα ρόδια μαύρα σιωπηλά μπαλσαμωμένα κοτσύφια το δείλι. (Παπαμόσχος σ. 40)

Αναγνωστάκης: 0 κοσμητικά επίθετα
Παπαμόσχος: 4 κοσμητικά επίθετα

Απλώς η τέτοιου είδους ποιητικότητα που σταδιακά αυξάνεται στο «Η αλεπού της σκάλας» όσο προχωράνε οι σελίδες, με κούρασε. Αφενός γιατί τη βλέπω κάπως παρωχημένη ή έστω υπερβολική, αφετέρου επειδή θα προτιμούσα μια πιο ξεκάθαρη όσο και ευανάγνωστη χρήση της ποίησης, γιατί όχι ακόμα και με τη μορφή στίχων, όπου το πράγμα παραγίνεται «ποιητικό». Ίσως έτσι να το αντιμετώπιζα πιο θετικά.

Στα ίδια αποσπάσματα δε όσον αφορά στις περιγραφές της φύσης:
Αναγνωστάκης: 0 κλασικές περιγραφές της φύσης
Παπαμόσχος: κλαριά, κοτσύφια, άνοιξη, χειμώνας, ρόδια
Θα μπορούσε ασφαλώς κάποιος να ανιχνεύσει παπαδιαμαντικές επιρροές στον Παπαμόσχο, που σε πολλά από τα διηγήματά του η φύση αποκτά χαρακτήρα καθοριστικό. Καθόλου κακό ή αταίριαστο αυτό. Μόνον που οι ενίοτε βαρυφορτωμένες περιγραφές της φύσης δεν μου πέρασαν προσωπικά τουλάχιστον εικόνες ικανές να με αγγίξουν συναισθηματικά.

Και τώρα που κατέγραψα τις βασικές κρίσεις μου για το εν λόγω βιβλίο, θα αποπειραθώ να διαβάσω τις όποιες κριτικές έχουν ήδη γραφεί. Εύχομαι να προσθέσουν κάτι στην ματιά μου ή ακόμα και να την αλλάξουν.

Γκιακ, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Αντίποδες 2014

giagk
Εννιά διηγήματα σε 120 σελίδες με ενιαίο θέμα και πανομοιότυπη δομή όσο και ύφος-τρόπο ανάπτυξης. Εννιά Αρβανίτες αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο κάποιο περιστατικό που κατά κανόνα έθιξε την τιμή τους και δεν βρήκαν δικαίωση παρά όταν επέστρεψαν από το μικρασιατικό μέτωπο. Ψευδομαρτυρίες λοιπόν-μιας και ο συγγραφέας δεν αναφέρει πουθενά στο βιβλίο του αν πρόκειται για αληθινές ιστορίες-, όπου όλοι οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές εκτός από την κοινή καταγωγή είναι και απλοί άνθρωποι του χωριού.

Αυτό έχει ως συνέπεια να μην διαφοροποιείται ούτε γλωσσικά ούτε υφολογικά κανένα από τα διηγήματα εδραιώνοντας την πεποίθηση του αναγνώστη πως πρόκειται για έναν χαρακτήρα: ο μέσος λαϊκός Αρβανίτης που σκέφτεται, μιλά, δρα, αντιδρά με έναν προδιαγεγραμμένο και σαφώς καθορισμένο τρόπο εξαιτίας της φυλετικής καταγωγής, της εποχής, του τόπου, του φύλου και των κοινωνικών στερεοτύπων που τον περιβάλλουν. Πιθανότατα να ξεχωρίζει κάπως λόγω της ομοφυλοφιλίας του ένας εκ των κλώνων. Ομοίως διαφοροποιείται η «Παραλογή», μια κεντρικά τοποθετημένη παραλογή, που όσο κι αν είναι γοητευτική, απορώ ποια η χρησιμότητά της πέρα από το να υπογραμμίζει τη λαϊκή παράδοση.

Έτσι, ενώ ενθουσιάστηκα από το πρώτο διήγημα, το δεύτερο δεν είχε να μου προσφέρει παρά μια παραλλαγή άνευ ιδιαίτερων διακυμάνσεων. Προς το τέλος δε, νομίζω πως δεν ήμουν σε θέση να διακρίνω ποιος είναι ποιος, τόσο που ξέχασα και τις ιστορίες τους. Κάτι σαν τη Μέριλιν του Γουόρχολ σε πολλά διαφορετικά χρώματα. Πιθανότατα να μην ήμουν τόσο αυστηρή αν δεν μου είχαν δημιουργηθεί τόσες προσδοκίες εξαιτίας της μεγάλης προώθησης του βιβλίου (όποια πέτρα σήκωνες, έβλεπες από κάτω το Γκιακ) και των πολυπληθών όσο και σε γενικές γραμμές ενθουσιωδών κριτικών.
Για να επανέλθω, σε μια συλλογή διηγημάτων το ενιαίο θέμα είναι οπωσδήποτε αναγκαίο προσόν, αλλά όχι εις βάρος της πολυχρωμίας. Διαφορετικά ο αναγνώστης κουράζεται από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο και από το γεγονός ότι κάτι ελάχιστα νέο έχει να πάρει από την ανάγνωση του επόμενου στη σειρά διηγήματος. Μια συλλογή διηγημάτων πρέπει να κάνει τη σκέψη να προχωράει, να θέτει νέα ερωτήματα, νέες πτυχές του θέματος, να εκπλήσσει, να πλάθει διαφορετικούς χαρακτήρες που διαφοροποιούνται και γλωσσικά και με άλλους τρόπους, να σε πηγαίνει παρακάτω, να σου ανοίγει έναν άλλον κόσμο, όχι τον ίδιο κάθε φορά. Διότι το υφολογικό στίγμα όχι μόνον-αν ο λογοτέχνης είναι ικανός- δεν χάνεται έτσι, αλλά απεναντίας τονώνεται, γιατί αποδεικνύει ότι ξέρει να ελίσσεται, υποταγμένο αλλά εμφανές, στις απαιτήσεις των πολυσχιδών χαρακτήρων. Ένα αίσθημα στασιμότητας λοιπόν, να το βασικό αρνητικό αυτού του βιβλίου.

Ο Παπαμάρκος είχε δημοσιεύσει, καθώς διαβάζουμε στο τέλος, κάθε ένα από τα διηγήματα του Γκιακ σε ποικίλα λογοτεχνικά περιοδικά. Σε αυτήν την περίπτωση, κάθε διήγημα μεμονωμένα λειτουργεί και μάλιστα θαυμάσια. Ίσως να μην ήταν πολύ καλή ιδέα να τα συγκεντρώσει όλα μαζί σε συλλογή. Εξάλλου δεν ήταν αυτή η αρχική τους χρήση και σκοπιμότητα, και αυτό είναι εμφανές.

Ποια η βασική αρετή του Γκιακ; Ούτε η γλώσσα-παρότι την απόλαυσα για τη γλαφυρότητα και την ευστοχία της. Εξάλλου είναι άκρως κατάλληλη για προφορική μαρτυρία. Ούτε η ηθογραφία-ενδιαφέρον αλλά ξεπερασμένο το ηθογραφικό στοιχείο και η εμμονή σε αυτό. Ούτε το θέμα της βεντέτας και της εκδίκησης αυτό καθ’ εαυτό, γνωστό εξάλλου λίγο πολύ. Πολύ περισσότερο, προσόν του έργου δεν είναι ούτε οι αγριότητες του ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, που ξεσκεπάζονται για πρώτη φορά κατά μία κριτική –του Χρίστου Παπαγεωργίου στο diastiho.gr, αν θυμάμαι καλά-. Δεν νομίζω ότι χρειαζόταν ο Παπαμάρκος για να αντιληφθεί αυτήν την ιστορική πραγματικότητα το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται. Τίποτα από αυτά λοιπόν δεν είναι τρομερό.

Το πραγματικά ενδιαφέρον βρίσκεται στην ιδιότυπη ειρωνεία του: Όλοι σχεδόν οι ήρωές του στην μικροκοινωνία που εντάσσονται, την αυστηρά οριοθετημένη από το εθιμικό δίκαιο, κόπτονται για κάποια κατάφωρη αδικία που υπέστησαν. Κάποια βαριά προσβολή, όπως για παράδειγμα ο φόνος και βιασμός της αδελφής, ή η αθέτηση του αρραβώνα και οι δολοπλοκίες για να βγει από τη μέση ο υποψήφιος γαμπρός. Το αίμα τους οι παθόντες το παίρνουν πίσω όχι άμεσα, αλλά αφού επιστρέψουν από τη Μικρά Ασία. Εκεί-και εδώ έγκειται το ενδιαφέρον- διαπράττουν αγριότητες αντίστοιχες με αυτές που υπέστησαν ή και πιο βαριές χωρίς καν να τους περνάει από το μυαλό-και σε αυτό επιμένει ο συγγραφές να φανεί ξεκάθαρα-ότι επαναλαμβάνουν και μάλιστα κατ’ έθος την ατιμία που υπέστησαν. Ο κώδικας τιμής τους και οι αξίες τους είναι καθοριστικά στον μικρόκοσμο του χωριού τους, αλλά μόλις απομακρύνονται από αυτό παύει να ισχύει. Είναι ελεύθεροι και νομιμοποιούνται να γίνουν οι θύτες. Σκοτώνουν, βιάζουν, προσβάλλουν, ασεβούν με κάθε τρόπο.

Ο ήρωας-θύμα μετατρέπεται σε θύτη, αλλά αυτή η θητεία του στην άλλη πλευρά, με αφορμή την έξοδο του από το μικρό χωριό του λόγω πολέμου, δεν φαίνεται να τον κάνει σοφότερο και για αυτό πιο μαλακό. Δεν διδάχθηκε τίποτα. Αποκλεισμένος δια παντός στα στενά κοινωνικά πλαίσιά του με στεγανά και παρωπίδες που τον κάνουν να φαίνεται και να είναι απλώς απομονωμένος και εξ αυτού καταδικασμένος στη βιαιότητά του. Σε έναν νόμο αίματος που έχει να κάνει με τις προσβολές προς αδελφές, γονιούς και βλάμηδες, έναν συγγενικό δηλαδή κύκλο. Η εσωστρέφεια της αρβανίτικης κοινωνίας υπογραμμίζεται με αυτόν τον τρόπο έντονα. Το γκιακ δεν είναι κάποιος θεσμός αυτοδικίας που αποκαθιστά την τάξη. Είναι ένας θεσμός που αφορά μια ομάδα ανθρώπων, τα μέλη της οποίας όταν βρίσκονται έξω από αυτήν δεν έχουν κανένα πρόβλημα να διαπράξουν τις ηθικές ασχήμιες, που θέλουν να αποκαταστήσουν ως παθόντες.

Ο βιασμός και φόνος μιας Τουρκάλας από συγχωριανό του στην πρώτη ιστορία, τη «Ντο τ’α πρες κοτσσίδετε», είναι παντελώς αδιάφορα στον αφηγητή-η ευαισθησία του εξαντλείται στο να μην προβεί και ο ίδιος σε ανάλογη πράξη εις μνήμην της βιασθείσας και φονευθείσας αδελφής του. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό της άποψης που παρουσιάζεται παραπάνω, είναι το διήγημα «Σα βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί». Ο μπάρμπα-Κώτσος περιγράφεται στην αρχή ως ωραίος άντρας, ωραίος στο φέρσιμο, λεβέντης, πάντα με το χαμόγελο, το καλαμπούρι και κουβαρντάς. Αφηγείται ποικίλες βιαιοπραγίες που διέπραξε στο παρελθόν στο μικρασιατικό μέτωπο, σαν παράσημα ανδρείας, με αποκορύφωμα αυτήν του φόνου του χότζα. Το διήγημα τελειώνει:
«Τον ρώτησα τότες. Του λέω έτσι να τον πειράξω, ρε μπάρμπα-Κώτσο, όλο για αυτά μιλάς. Τόσο πολύ σου λείπουνε; Τόσο τα λαχταράς; Έσκυψε και μου λέει: Πιο κι από γυναίκα».
Κατά τα άλλα ο μπάρμπα-Κώτσος ήταν «ωραίος άντρας». «Ωραίος στο φέρσιμο». Αυτό, νομίζω, είναι και το καλύτερο διήγημα της συλλογής από την άποψη ότι συμπυκνώνει την ειρωνεία για τις αντιφάσεις της αρβανίτικης κοινωνίας, το μεγαλύτερο θετικό του Γκιακ.

Αίμα δύο ταχυτήτων λοιπόν. Αίμα νερωμένο, αίμα σάπιο, αίμα υστερόβουλο και απλοϊκό στον πρωτογονισμό του. Αίμα δίχως μπέσα, αίμα μπαμπέσικο. Το ζώο που μυρίζεται το αίμα των άλλων και το χύνει όποτε του δίνεται η ευκαιρία, αλλά διεκδικεί και προστατεύει με περισσή αψάδα το δικό του. Ο άνθρωπος κοντά στο ζώο. Ο πολιτισμός του ένα πρόσχημα για να κρύψει τα ζωώδη του ένστικτα. Ο παλαιός Αρβανίτης που δεν ντρέπεται να παρουσιάσει σε όλο του το μεγαλείο τον πόθο του ανθρώπινου είδους για το αίμα του αλλουνού.

Δεν ξέρω ποιες ήταν οι προθέσεις του συγγραφέα. Αγνοώ τι είχε κατά νου να περάσει στον αναγνώστη και ίσως δεν χρειάζεται να μάθω. Αν ένας συγγραφέας χρειάζεται να εξηγήσει το βιβλίο του, έχει αποτύχει. Αν πάντως η βασική (γιατί υπάρχουν και άλλες δευτερεύουσες κατά εμέ) γραμμή του Γκιακ είναι αυτή, τότε ίσως κατάφερε να πει κάτι σημαντικό που δεν θα ξεχαστεί την επόμενη μέρα.

Αντί Στεφάνου, Γιάννης Μακριδάκης, Εστία 2015

index Το πιο ενδιαφέρον σε αυτό το βιβλίο είναι μάλλον οι απόψεις που κυκλοφορούν για αυτό παρά το ίδιο αυτό καθ’ εαυτό. Δεν θέλω να πω πως δεν αξίζει. Ίσα-ίσα, πρόκειται για μια σπαρταριστή αφήγηση που καταφέρνει εκτός από το να κάνει τον αναγνώστη να γελάσει μέχρι δακρύων, να του περιγράψει διεσταλμένα και στο έπακρο κουσούρια της επαρχίας: το κουτσομπολιό ως πηγή ζωής και βασική ασχολία των κατοίκων, τα συνήθη στεγανά στην ιεραρχία του χωριού με τον παπά βασικό ρυθμιστή της κοινωνικής ζωής ή τον νεοπλουτισμό του μετανάστη που επιστρέφει στο χωριό του και όχι μόνον απαιτεί, αλλά και κερδίζει εξαιτίας των χρημάτων του κύρος μεταξύ των συντοπιτών του.

Φυσικά δεν μπορούσε να λείπει ο τρελός του χωριού, μονάχα που εδώ είναι αρκετά παραλλαγμένος. Ένας εμμονικός φυσιολάτρης με ακραία οικολογική συνείδηση, διαποτισμένος από παραδόσεις ανατολικών λαών -θρησκευτικές όσον αφορά στη στάση ζωής, αλλά και στην στάση του απέναντι στη φύση-, που φτάνει να θεωρεί απολύτως φυσικό να αφοδεύει στον τάφο της μάνας του για να λιπάνει το χώμα προκειμένου να φυτέψει πάνω του, μιας και εκείνη δεν έχει ακόμα λυώσει. Οι δε νεκροί κατ’ αυτόν, αν ήταν χορτοφάγοι όσο ζούσαν, χρησιμεύουν ως πρώτης τάξεως λίπασμα ακριβώς όπως και τα κόπρανά του. Ο δε «τρελός» του χωριού, χαιρετά σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κάποια γυναίκα που τον συλλαμβάνει επ’ αυτοφόρω κατά την πράξη της αφόδευσης στον τάφο της μάνας του, που μόλις έχει θάψει ο ίδιος ως νεκροθάφτης! Ο Ντάγκλας Άνταμς του «Γυρίστε το γαλαξία με ώτο-στοπ» θα θαύμαζε τα κωμικά ευρήματα του Μακριδάκη, για να θέσει επί τάπητος θέματα οικολογικής συνείδησης παράλληλα με τη στενομυαλιά και τα στερεότυπα της τυπικής ελληνικής επαρχίας, της μπολιασμένης με τα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα.

Αφηγητής, όπως αποκαλύπτεται προς το τέλος, ο θεολόγος καθηγητής του γυμνασίου, που προσπαθεί να είναι αντικειμενικός και ήπιος στην καταγραφή των συμβάντων, όπως ταιριάζει σε έναν άνθρωπο διχασμένο ανάμεσα στη λογική της επιστήμης και την πίστη. Βεβαίως δεν τολμά να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στον παπά του χωριού, ούτε να έρθει σε σύγκρουση με τους τοπικούς παράγοντες της κοινωνίας. Εν ολίγοις ναι μεν συμπαθεί το Στέφανο, όπως είναι το όνομα του πρωταγωνιστή, αλλά δεν τολμά να πάρει ανοιχτά το μέρος του. Και ούτε θα ήθελε, αφού ο οικολόγος ζει σε έναν τελείως μονόπλευρο κόσμο που δεν υπολογίζει παρά μόνο τις επιταγές της φύσης.

Αυτός λοιπόν, ο θεολόγος, αναλαμβάνει να διηγηθεί τα καθέκαστα σε μια γλώσσα αγκυλωμένη που παραπέμπει σε γραφειοκρατική σοβαροφάνεια άλλων εποχών, ακόμα και στη γλώσσα των σημερινών ιεραρχών της ορθοδοξίας, που οπωσδήποτε περιέχει στοιχεία καθαρεύουσας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πρόσχημα του θεολόγου για να δικαιολογήσει την ιδιότυπη για τα σημερινά δεδομένα γλώσσα του έργου του. Γιατί όμως αυτή να είναι τέτοια; Προσωπικά ως αναγνώστρια θεώρησα ότι έτσι επιτείνεται η κωμικότητα. Μια βαριά και δύσκαμπτη γλώσσα που ταίριαζε σε δημόσιες υπηρεσίες ή ταιριάζει μέχρι σήμερα στους επισκόπους της εκκλησίας, να χρησιμοποιείται για να παρουσιάσει κουτσομπολιά ή αφοδεύσεις! Η αντίθεση γλώσσας και περιεχομένου είναι τόσο εμφανής που μόνον εξ αυτού το γέλιο ρέει αυθόρμητα. Όσο για τις λαϊκές λέξεις που παρεισφρέουν, αυτές μας θυμίζουν το άτοπο της τρόπον τινά καθαρεύουσας για τις συγκεκριμένες περιγραφές και κάνουν τον αναγνώστη να ξεσπά σε ακόμα πιο τρανταχτά γέλια.

Έξοχος ο κυνισμός του χιούμορ στο Αντί Στεφάνου, βρίσκει απευθείας το στόχο του παρουσιάζοντάς μας με εξαιρετική ευστροφία και σαφήνεια τα θέματά του. Επιπλέον, εκτός από το ότι το κωμικό είναι ένα θαυμάσιο όχημα για να πει ο συγγραφέας αυτό που θέλει, είναι εύπεπτο, ευρέως αποδεκτό, γι’ αυτό και φαντάζομαι το βιβλίο πουλάει. Αν ήταν γραμμένο δίχως το τραβηγμένο και κυνικό χιούμορ, ίσως να μην είχε τόσο ευρεία απήχηση. Επανέρχομαι όμως σε ένα από τα ζητούμενα. Τι ακριβώς θέλει να μας πει ο συγγραφέας; Αρχικά υπέθεσα ότι σκοπός του ήταν μια τραβηγμένη και γι΄αυτό αστεία παρουσίαση των δυνάμεων που καθορίζουν την επαρχία. Από τη μια ο παπάς και οι συμπαραταγμένοι κοινωνικοί σχολιαστές, περιπτεράδες, κρεοπώλες και μπακάλισσες, μαζί βεβαίως με τον πλούσιο επαναπατρισμένο θείο εξ Αμερικής που διεκδικεί πλέον λόγω χρήματος γενναίο μερίδιο στο στίγμα του τόπου, από την άλλη ο εξίσου ακραίος οικολόγος που γεννήθηκε και κατοικεί στον τόπο του, αλλά προσπαθεί να ανατρέψει τα οικολογικά κυρίως δεδομένα δρώντας εσκεμμένα προκλητικά, ακόμα κι αν παρουσιάζεται ήρεμος και προσηνής. Στη μέση ο ουδέτερος ξένος, ο δάσκαλος που είναι περαστικός από τον τόπο, ήρθε για να φύγει και για αυτό λειτουργεί κυρίως ως καταγραφέας-πάντως δεν συμπαρατάσσεται με καμία πλευρά.

Είναι σίγουρο ότι ο ντόπιος οικολόγος δεν θα καταφέρει να πείσει κανέναν να τον ακολουθήσει στη στάση του απέναντι στη φύση, επειδή αδιαφορεί παντελώς για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Μοναδικό του ενδιαφέρον η φυσική ζωή αυτή καθ’ εαυτή, ένα πολιτισμένο αγρίμι είναι λοιπόν, γι’αυτό και ζει απομονωμένος, γι’ αυτό και του φαίνεται φυσικό να χαιρετά καλόκαρδα τη γειτόνισσα που τον βλέπει να αφοδεύει. Η φύση πάνω απ’ όλα λοιπόν. Ένας καλόκαρδος αφελής ρομαντικός που έχει χάσει το παιχνίδι εξ αρχής, όσο σωστή και αν είναι η γενική του στάση στα της οικολογίας. Το όχημα του κωμικού που διάλεξε ο συγγραφέας δικαιολογεί απόλυτα τις τραβηγμένες καταστάσεις. Ακόμα κι αν είναι οπαδός της όποιας απομάκρυνσης και πλήρους αποστασιοποίησης από τα καταναλωτικά πρότυπα και επιστροφής στη φυσική ζωή, δικαιούται να κάνει χιούμορ με τη γραφικότητά του, όσο και με τη γραφικότητα των συντοπιτών του. Δεν φαντάζομαι βεβαίως ότι ο Μακριδάκης θα αφόδευε στην πραγματικότητα σαν να μην τρέχει τίποτα πάνω σε στον τάφο της μάνας του καλημερίζοντας τη γειτόνισσα, (αν και μάλλον μπορώ πολύ καλά να φανταστώ τους κατοίκους να χωριού να δρουν όπως ακριβώς παρουσιάζονται στο βιβλίο…). Ο γραφικός που το γνωρίζει ότι είναι τέτοιος στα μάτια των άλλων, σίγουρα μπορεί να διακωμωδήσει τον εαυτό του. Είναι άλλο πράγμα να ξέρεις ότι οι ιδέες σου φαντάζουν γραφικές για την κοινωνία-οπότε αποδέχεσαι το χαρακτηρισμό αποδυναμώνοντάς τον δια του χιούμορ-, κι άλλο πράγμα να το αγνοείς και να το εννοείς ότι υπερασπίζεσαι την περίφημη αφόδευση επί του τάφου. Το δεύτερο μου φαντάζει εντελώς αδύνατο.

Οι δε απόψεις περί ουμανισμού ή αναίρεσης του ουμανιστικού πνεύματος στο Αντί Στεφάνου, όπως διατυπώθηκαν στο φίλιο Βιβλιοκαφέ, μου φάνηκαν κάπως τραβηγμένες, αν και οπωσδήποτε σοβαρές και τροφή για περαιτέρω σκέψη. Στη συνέχεια μαθαίνοντας για την ακτιβιστική δράση του Μακριδάκη και το ιστολόγιό του, προβληματίστηκα: μήπως ο συγγραφέας εννοεί κάποια πράγματα; Όπως και να έχει, ένα βιβλίο, όταν εκδίδεται, φεύγει από τα χέρια του συγγραφέα και ακολουθεί τη δική του διαδραστική πορεία με τον αναγνώστη. Ο τελευταίος ίσως θα έπρεπε να το κρίνει αυτόνομα, δίχως πληροφορίες για το δημιουργό, εκτός αν έχει γραφεί σε κάποια άλλη εποχή, οπότε για να το κατανοήσει κανείς διαβάζοντάς το, μάλλον πρέπει να ανατρέξει και στην εποχή που το γέννησε και στα στοιχεία του ζωής του συγγραφέα. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει με το Αντί Στεφάνου, που είναι τοποθετημένο στη σύγχρονη εποχή. Γι’ αυτό και προτίμησα να το δω αυτόνομα, επιλέγοντας να αγνοήσω τα περί δράσης και ζωής του Μακριδάκη. Από αυτήν την άποψη, αν τυχόν ο συγγραφέας είχε κάποια πρόθεση να διακινήσει τις ιδέες του, ίσως είναι ευκαιρία για αυτόν να δει πόσο το πέτυχε και τι κατάφερε τελικά να περάσει στον ανεξάρτητο και ανεπηρέαστο αναγνώστη που επιμένει να αντιμετωπίζει το βιβλίο, το κάθε βιβλίο, ως κάτι που έφυγε δια παντός από τα χέρια του δημιουργού του και ακολουθεί το δικό του ανεξάρτητο δρόμο.

Εντύπωση μου έκαναν και οι απόψεις περί μιμήσεως του παπαδιαμαντικού ύφους, ή πιο εύστοχα του Ροΐδη όπως αυτές διατυπώθηκαν στην κριτική της Έλενας Μαρούτσου στο bookpress. Η γλώσσα σε συνδυασμό με το σκωπτικό αποτέλεσμα, οπωσδήποτε παραπέμπουν στο Ροΐδη και την Πάπισσα Ιωάννα, ή ακόμα και στο Βιζυηνό που διαθέτει περισσότερο από τον Παπαδιαμάντη στοιχεία κωμικότητας. Αλλά πέρα από ένα εύρημα που εξυπηρετεί τους σκοπούς του συγγραφέα με επιτυχία, δεν ξέρω αν θα έπρεπε να επιμείνει σε αυτό κανείς περισσότερο. Εξάλλου ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός ή ο Παπαδιαμάντης, όταν γράφανε δεν είχαν κατά νου να χρησιμοποιήσουν μια γλώσσα άσχετη με την εποχή τους προκειμένου να επιτύχουν την αντίθεση με τα…πεζά και καθημερινά που περιγράφουν και να παράγουν εξ αυτού πρόσθετο γέλιο, όπως φρονώ ότι άκρως πετυχημένα κάνει ο Μακριδάκης.

Αν θα ξαναδιάβαζα Μακριδάκη; Ασφαλώς. Τόσο ευφυές και αυθεντικό χιούμορ δεν είναι εύκολο να βρεθεί. Και μάλιστα χιούμορ που πήγε τουλάχιστον αρκετά παραπέρα από την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας, όπως έκανε ο Μάκης Τσίτας με το «Μάρτυς μου ο θεός». Ο Μακριδάκης, ευτυχώς, δεν κάνει καμία στροφή σε τραγικότητες που καπελώνουν και παγιδεύουν τον αναγνώστη, και γι΄αυτό όσο κι αν η δημοσιοποίηση της ιδεολογικής του δράσης προσπαθεί να καπελώσει το έργο του, αυτό παραμένει ανεξάρτητο.

Καρυότυπος, Άκης Παπαντώνης, Κίχλη 2014

10440735_10152488465518244_7790327459396191469_n_thumb[10]

Ο Καρυότυπος του πρωτοεμφανιζόμενου-αν εξαιρέσει κανείς τις δημοσιεύσεις του σε λογοτεχνικά περιοδικά-Άκη Παπαντώνη αφήνει τον αναγνώστη να απορεί με την σχεδόν μηδενιστική προσέγγιση του θέματός του. Ο ήρωάς του ένας ξενιτεμένος στην Αγγλία μοριακός βιολόγος προσπαθεί μέσα από τα πειραματόζωά του και τις παρατηρήσεις του να ανακαλύψει τη σχέση μνήμης και συναισθηματικής ανταπόκρισης. Ο ίδιος ένα ακόμα πειραματόζωο του Τσαουσέσκου που αποκόπηκε από το φυσικό του περιβάλλον όταν δόθηκε για υιοθεσία και για αυτό παραμένει δια βίου συναισθηματικά ανάπηρος, ανίκανος να ανταποκριθεί στα ερεθίσματα που του προσφέρουν οι γύρω του. Ούτε οι θετοί-κατά πως εικάζουμε-γονείς του, ούτε η αδελφή του, φίλοι, ή εκπρόσωποι του αντίθετου φύλου τον αγγίζουν. Τους αντιμετωπίζει όλους ψυχρά και με υπερβολική απάθεια. Καμιά ουσιαστική αλληλεπίδραση. Ένας νεκρός ψυχικά που συνεχίζει από κεκτημένη ταχύτητα να εκτελεί τις τυπικές κινήσεις που ξεγελούν τους άλλους και τον εαυτό του ότι ζει. Νεκρός πριν καν πεθάνει.

Πώς γίνεται να αναστηθεί; Δεν γίνεται. Για αυτό και το βιβλίο ξεκινάει με το θάνατό του. Θα μπορούσε αν ήταν λίγο πιο τολμηρός ο συγγραφέας, όχι να παρουσιάσει με αναδρομές τη ζωή του ήρωά του, αλλά να τον δείχνει να συνεχίζει μετά το θάνατό του, σαν να μη συνέβη τίποτα, να εκτελεί τις απέλπιδες μηχανιστικές κινήσεις των άκρων του. Η αποξένωσή του από τους άλλους, τη ζωή ολάκερη, τον εαυτό του πάνω απ’ όλα, είναι τόση που δεν θα έκανε καμία διαφορά αν η αφήγηση ήταν γραμμική αντί για τα προσχήματα του φλας μπακ. Δεν ζει. Τάχα ζει. Νεκρός. Η όποια προσπάθεια για επίλυση του προβλήματος της συναισθηματικής και νεκρικής-εν ζωή- ακαμψίας του ήρωα είναι καταδικασμένη ήδη από το απόσπασμα του Μάρκου Αυρηλίου που παραθέτει ο συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου του: «Σύντομα θα τους ξεχάσεις όλους, σύντομα θα σε ξεχάσουν όλοι».

Οι απόπειρές του για έξοδο είναι εξ αρχής καταδικασμένες και για αυτό ο ήρωας παρουσιάζεται τόσο απαθής και επίπεδος. Ναι μεν η μνήμη παρουσιάζεται ως το κλειδί της συναισθηματικής και ουσιαστικής ύπαρξης, αλλά αν έχει διαγραφεί έξωθεν, όπως μάλλον συνέβη στον ήρωα ως ορφανό του Τσαουσέσκου, τότε τα πάντα καταρρέουν δια παντός. Ο ήρωας δεν απελευθερώνει τα ποντίκια-πειραματόζωα από τα κλουβιά τους. Τα σκοτώνει. Από πάντα για αυτό προορίζονταν. Κανείς δεν απελευθερώνει τον ίδιο από το κλουβί που του επέβαλε ο καρυότυπός του. Δεν χρειάζεται. Για αυτό υπάρχει. Ένα πειραματόζωο με δεδομένο τέλος.

Στις παρυφές του μηδενισμού αυτό το βιβλίο. Ακόμα κι αυτό θα ήταν αποδεκτό-για λογοτεχνία πρόκειται, εδώ τα πάντα είναι αποδεκτά-, ωστόσο. Πολλά ωστόσο. Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού χάνει από τη δύναμη και το μεγαλείο του σκότους της αν αγνοούμε παντελώς τη φωτεινή. Το επίπεδο μαύρο έχει τεράστιο διαφορά από το βαθύ έρεβος που αντικρίζει ο τραγικός άνθρωπος. Η τραγικότητά του έγκειται ακριβώς στο ότι ξέρει ακριβώς τι χάνει εξαιτίας των ανθρώπινων και ανυπέρβλητων ορίων του. Η πραγματικά καλή λογοτεχνία -η τέχνη εν γένει- σε όποιο μήκος κύματος κι αν κινείται, παράγεται από την βαθιά επίγνωση των ανθρώπινων ορίων της βούλησης. Η συντριβή, όταν έρχεται, πρέπει να αγγίζει τα όρια αυτά, αλλιώς η τέχνη είναι άτεχνη, δίχως πραγματικά μεγάλες αξιώσεις.

Ο Γιατρός Ινεότης του Γιώργου Χειμωνά παρότι δύσθυμος και μαύρος, αντιλαμβάνεται και διερευνά με αισιοδοξία τα όρια της βούλησης και την εγγενή αδυναμία του ανθρώπινου είδους και για αυτό η αυτοκτονία, ο θάνατος εν γένει είναι πηγή χαράς γιατί είναι πεδίο ελευθερίας. Μιας ελευθερίας που όταν την ανακαλύπτει, αισιοδοξεί παθιασμένα, ο θάνατος μετά βαΐων και κλάδων ως πηγή ζωής. Η αντίφαση του τραγικού προσώπου και μια χαραμάδα στα όρια. Η υψηλή τέχνη μας αφήνει να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο έρεβος. Ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να αποδεχθεί αυτό ακριβώς το έρεβος, να το αγαπήσει και να το μεταπλάσει σε κάτι ορατό. Ο Παπαντώνης, νομίζω, παρά τη φιλότιμη και φιλόδοξη προσπάθειά του, έχει να διανύσει ακόμα μεγάλη απόσταση ως αυτό το σημείο. Όλες οι πόρτες κλειστές. Καμία υπόνοια χαραμάδας στο έργο του. Δεν μας αφήνει να κρυφοκοιτάξουμε το αληθινό σκοτάδι, ένα μαύρο σεντόνι μονάχα.

Είναι μάλλον κρίμα να συγκρίνει κανείς το Χειμωνά με έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Δεν έχει εξάλλου κανείς τόσες απαιτήσεις ευθύς εξ αρχής. Ίσως το εξαιρετικά φιλόδοξο θέμα που διάλεξε να με παρακίνησε σε μια τόσο άδικη σύγκριση. Το θέμα που επιλέγει ο λογοτέχνης γεννά προσδοκίες στον αναγνώστη κι αν αυτές δεν δικαιωθούν, είναι αλήθεια, νιώθει κάπως εξαπατημένος.

Παρόλα αυτά οφείλει κανείς να επισημάνει τις αρετές του Καρυότυπου-θα ήταν κρίμα να τις παραλείψει: Η πρώτη, ότι τόλμησε να ασχοληθεί με ένα θέμα τόσο καίριο για το ανθρώπινο είδος: την εξερεύνηση των ορίων που καθορίζουν τα γονίδια και τα επίκτητα χαρακτηριστικά και πώς ο άνθρωπος παγιδευμένος ανάμεσά τους παλεύει-ή εν προκειμένω προσποιείται ότι παλεύει-για να ανακαλύψει το δικό του ελεύθερο πεδίο συναισθηματικής δράσης. Η βούληση ανέκαθεν απασχολούσε τη σοβαρή λογοτεχνία. Η δεύτερη αρετή είναι η γραφή του, εξαιρετικά συνεπής με τις προθέσεις του. Και αυτό δεν είναι λίγο. Να μπορεί ο συγγραφέας να ενδύσει με το κατάλληλο ύφος αυτό που θέλει να πει. Η συνέχειά του, συν τω χρόνω και την ωρίμανση, δεν αποκλείεται να φέρει κάτι πραγματικά δυνατό. Το εύχομαι.

«Το σπίτι», Γιώργος Μήτας, Κίχλη 2014-«Μπαρ Φλωμπέρ», Αλέξης Σταμάτης, Κέδρος 2000

mitas-georgeΤο αναμφίβολα εξαιρετικά καλαίσθητο βιβλίο «Το σπίτι» του Γιώργου Μήτα-όπως εξάλλου είναι όλα τα βιβλία των εκδόσεων Κίχλη-αναφέρεται στην περιπέτεια της γραφής. Ένας επίδοξος συγγραφέας προσκαλείται από τον εκκεντρικό και υπερβολικά μυστικοπαθή ιδιοκτήτη ενός σπιτιού στην Ύδρα να δοκιμάσει τις συγγραφικές του δεξιότητες με αντίτιμο, αν πραγματικά παράγει λογοτεχνία, ένα έπαθλο, που έχει να κάνει με την παροχή διευκολύνσεων ώστε να ξετυλίξει από εκεί και πέρα απερίσπαστος το ταλέντο του. Ένα ταλέντο που πρέπει όμως πρώτα να αποδείξει.. Ένας μπάτλερ καρικατούρα και ένας σχεδόν δαιμονοποιημένος γάτος συμπληρώνουν το σκηνικό. Ο υποψήφιος αποδέχεται την πρόκληση και απομονώνεται εκούσια στο υδραίικο αρχοντικό προσπαθώντας να γράψει ένα διήγημα που στο τέλος της δοκιμασίας θα διαβάσει στον αλλόκοτο και επικίνδυνο, όπως τελικά αποδεικνύεται, οικοδεσπότη.
Πρόκειται για μια αλληγορία περί γραφής που συνδυάζει στοιχεία αστυνομικού θρίλερ. Ο επίδοξος συγγραφέας αφήνει πίσω του την βαρετή και τετριμμένη κατ’ αυτόν ζωή του, τα πρόσωπα και οι παράμετροι της οποίας αποτελούν ένα αδύναμο σχετικά φόντο μη πειστικό, πιθανότατα εσκεμμένα μιας και πρόθεση του Μήτα φαίνεται πως είναι να παρουσιάσει την πράξη της γραφής ως φυγή από την ανούσια και τετριμμένη πραγματικότητα.
Ωστόσο ο ανταγωνισμός για μια θέση στον ήλιο είναι σκληρός. Ο ήρωας πρέπει να αναμετρηθεί με άλλους επίδοξους συγγραφείς. Η επιλογή του τελικού νικητή είναι αυστηρή. Οι ανταγωνιστές δεν αποκτούν σάρκα και οστά, υπονοούνται ως διαρκής υπόμνηση στη δυσκολία ενός πρωτοεμφανιζόμενου να αποκτήσει το προβάδισμα και να προκριθεί.
Η Ύδρα ως σκηνικό φόντο είναι ένα μέρος μακριά από την πολύβουη πόλη. Ο Μήτας ορθώς δεν επιμένει στην περιγραφή του νησιού, αν σκοπός του είναι να τονίσει την κατ’ αυτόν αναγκαία απομόνωση του λογοτέχνη από τα εγκόσμια σε ένα περιβάλλον αποκομμένο από αλληλεπιδράσεις και θορύβους. Η γραφή είναι σίγουρα μοναχική υπόθεση, ωστόσο η επιλογή του να τοποθετήσει την πλοκή σε ένα νησί, παρουσιάζει κάπως το συγγραφέα σαν ένα είδος ερημίτη ή κάποιου ρομαντικού που αποφεύγει την πόλη προκειμένου να διαλογιστεί. Μια στερεότυπη και κάπως παλιομοδίτικη άποψη για το-σύγχρονο τουλάχιστον-μοντέλο του συγγραφέα.
Θα διαφωνήσω και με τη θέση του που θέλει το λογοτέχνη να επιλέγει την τέχνη του μάλλον ως φυγή από μια ζωή που δεν τον χωράει. Η λογοτεχνία δεν είναι κάποιου είδους ρομαντική φυγή, ένα καταφύγιο από την ανία της καθημερινότητας, ούτε από τη σκοπιά του συγγραφέα ούτε του αναγνώστη. Η λογοτεχνία κατά τη γνώμη μου είναι πράξη αυτογνωσίας και επικοινωνίας εντός της ζωής, την οποία οφείλει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη. Ακόμα λοιπόν και σε αλληγορικό επίπεδο η εμφανής δυσφορία και συναισθηματική αποστασιοποίηση του ήρωα από την καθημερινότητά του και τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν, φαντάζει κάπως παρωχημένη για τα σύγχρονα δεδομένα, ακριβώς όπως και η απομόνωσή του σε ένα πανέμορφο μεν νησί, αλλά τόπο λίγο-πολύ διακοπών, όπου η ζωή ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς.
Από εκεί και πέρα εντός του σπιτιού στην Ύδρα υπάρχει μια τεράστια βιβλιοθήκη, προφανής αναφορά του Μήτα στην αναγκαιότητα να είναι ο επίδοξος συγγραφέας πρώτα απ’ όλα αναγνώστης. Γενικά εμφιλοχωρούν αρκετές αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά έργα (26 τον αριθμό, όπως παρατίθενται στις Σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου), οι οποίες όμως δεν μοιάζουν τόσο οργανικά ενταγμένες ώστε να πείθουν πως δεν είναι απλώς μια παράθεση αναγνωστικών εμπειριών. Πιο πολύ οι αναφορές αυτές φαντάζουν να υπακούν σε μια άλλη στερεοτυπική άποψη που θέλει τον συγγραφέα μανιώδη αναγνώστη-σωστά μέχρι εδώ- και ουαί κι αλίμονο αν δεν επιδείξει τα αναγνώσματά του, όχι κατ’ ανάγκη αφομοιωμένα ως επιρροές στο έργο του, αλλά οπωσδήποτε ως τίτλους. (Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η καθιερωμένη ερώτηση σε συνεντεύξεις που δίνουν λογοτέχνες, ποια βιβλία διαβάζουν εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή για ποια ντρέπονται που δεν έχουν διαβάσει).

b33646Ο Αλέξης Σταμάτης στο «Μπαρ Φλωμπέρ» που πρωτοεκδόθηκε αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 2000, χρησιμοποιεί και αυτός κατά κόρον αναφορές στη λογοτεχνία-και όχι μόνο-, αλλά αυτές πράγματι εντάσσονται στο έργο του.
Το «Μπαρ Φλωμπέρ» εξάλλου έχει κοινό θέμα με το «Σπίτι» του Μήτα. Η επώδυνη περιπέτεια της γραφής. Και τα δύο περνούν τις απόψεις τους με το πρόσχημα της αστυνομικής πλοκής. Μόνο που ο Σταμάτης επιλέγει ένα πολύ πιο κοσμοπολίτικο σκηνικό, το οποίο εκμεταλλεύεται αρκούντως ώστε να καταλάβει ο αναγνώστης και πολλά πράγματα για τις ευρωπαϊκές πόλεις που περιηγείται ο κεντρικός του ήρωας. Όχι όμως ως απλή παράθεση πολιτισμικών στοιχείων και δρόμων, αλλά εμβαθύνοντας ενίοτε στην ιστορία της κάθε πόλης και καταδεικνύοντας σαφώς την επιρροή που έχει αυτή στα πρόσωπα. Πρόκειται εκτός των άλλων για ένα θαυμάσιο ταξιδιωτικό βιβλίο.
Η δε αστυνομική πλοκή του «Μπαρ Φλωμπέρ» δεν ξεφεύγει βεβαίως από την καρικατούρα (το πρόσωπο που ο ήρωας αναζητά είναι σχεδόν θεοποιημένο), αλλά οπωσδήποτε είναι πολύ δουλεμένη και πειστική και σίγουρα δεν λειτουργεί μονάχα προσχηματικά, αλλά και σε επίπεδο ενός αυτού καθ’ εαυτού καλού αστυνομικού. Αντίθετα ο Μήτας κρατάει την αστυνομική πλοκή σε ένα εμφανές προσχηματικό επίπεδο που δεν στέκεται αν αφαιρέσει κανείς τις περί γραφής απόψεις του. Ίσως αυτό να ήταν και η επιδίωξη του συγγραφέα ώστε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να μείνει ο αναγνώστης σε αυτό το πρώτο επίπεδο της αστυνομικής πλοκής, με τίμημα όμως να μην μπορεί να έχει το βιβλίο του αξιώσεις για αυτό το διόλου ευκαταφρόνητο είδος της λογοτεχνίας.
Πέρα από αυτά τα περιφερειακά θέματα, και τα δυο έργα είναι σαφώς αυτοαναφορικά με την έννοια ότι ασχολούνται με την αγωνιώδη και συχνά επώδυνη πορεία του συγγραφέα-προτύπου προς την δημιουργία λογοτεχνίας. Οι συγγραφείς τους λοιπόν ασχολούνται με τον εαυτό τους. Στον Σταμάτη λόγω της πολυπολιτισμικότητάς του και της ευρείας γκάμας των χαρακτήρων του υπεισέρχονται και πλείστα άλλα επιμέρους ενδιαφέροντα θέματα που συνδέονται εύστοχα με το βασικό. Στον Μήτα που χρησιμοποιεί τρία μόνο πρόσωπα και έναν τόπο, την Ύδρα (η Αθήνα αναφέρεται περισσότερο ως αφετηρία του ταξιδιού), το θέμα του είναι κυρίαρχο και καθοριστικό και για αυτό ίσως λίγο στενό από την άποψη τουλάχιστον ότι μιλάει ξεκάθαρα έστω και αλληγορικά για την προσωπική του συγγραφική εμπειρία που ενδιαφέρει μάλλον τους συγγραφείς και τους φανατικούς βιβλιόφιλους. Επιπλέον τα όσα μας λέει για την εμπειρία της γραφής, αν και ενδιαφέροντα, δεν ξέρω αν προσθέτουν πολλά επί του θέματος.
Αίφνης αναλογίστηκα Τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου που κατάφερε να εμβαθύνει τόσο πολύ στο ζήτημα. Βέβαια ο Παυλόπουλος είναι ποιητής και η ποίηση είναι εξ ορισμού η τέχνη της πυκνότητας. Είπε τόσο πολλά σε τόσες λίγες λέξεις. Δεν μπορεί να έχει κανείς τις ίδιες απαιτήσεις από την πεζογραφία και ούτε βέβαια χρειάζεται. Ίσως αν ο Μήτας είχε επεκταθεί περισσότερο, όπως έκανε ο Σταμάτης στο πολυσέλιδο μυθιστόρημά του, αντί να περιοριστεί σε μία νουβέλα ουσιαστικά 129 σελίδων, να είχε πετύχει περισσότερα με την τέχνη του της μυθιστοριογραφίας. Τουλάχιστον όσα κατάφερε να μας δώσει ο Αλέξης Σταμάτης στο «Μπαρ Φλωμπέρ».