Νοέμβριος, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Πατάκης 2014

νοεμβριος-σκαμπαρδωνης

Το «Νοέμβριος» του Σκαμπαρδώνη το διάβασα ευθύς μόλις πρωτοεκδόθηκε. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός μου που αποφάσισα να αφήσω λίγους μήνες να περάσουν πριν καταγράψω τις εντυπώσεις μου, ώστε να σιγουρευτώ ότι δεν είναι πρόσκαιρος. Αυτές τις μέρες ξαναέπιασα το βιβλίο στα χέρια μου. Η συγκίνηση ήταν αμείωτη, όπως και κατά την πρώτη ανάγνωσή του.
Γιατί αυτό θεωρώ ότι είναι το βασικό χαρακτηριστικό των τριάντα τριών διηγημάτων της συλλογής: ένα γνήσιο συναίσθημα που προκύπτει όχι από ομφαλοσκοπήσεις και ευθεία αναφορά σε αυτό, αλλά από περιγραφή καταστάσεων. Ο αφηγητής, όταν παίρνει το λόγο για να μιλήσει για το πώς νιώθει, το κάνει με φειδώ, αφού προτιμά να συνάγει τα συμπεράσματά του ο ίδιος ο αναγνώστης βασισμένος στα γεγονότα που παραθέτει. Τις φορές λοιπόν που παρεμβαίνει ο αφηγητής για να αποτιμήσει τη συναισθηματική του κατάσταση, το κάνει με τρόπο μεστό, θα έλεγα αφαιρετικό μέχρι ποιητικότητας, μια μικρή σημείωση με μεγάλο ειδικό βάρος. Και εκεί πάλι αφήνει τη σύντομη περιγραφή ενός αντικειμένου, μιας λεπτομέρειας, να μιλήσει αντί για αυτόν. Για του λόγου το αληθές αντιγράφω από το πρώτο διήγημα της συλλογής με τίτλο «Ο αυτόλυκος» που εμπνέει και το εξώφυλλο: «Με μάτια άγρυπνα, τρελά, κοιτάζω τα λευκά σεντόνια του παπλώματος. Μου φαίνονται ματωμένα, πορφυρά, κι ανασαλεύουν». Σε τόσο λίγες λέξεις, τόσο πολλά πράγματα.
Υπάρχουν κι άλλες αρετές στις μικρές ιστορίες του βιβλίου. Γιατί για ατόφιες μικρές φόρμες πρόκειται παρά για διηγήματα. Άλλωστε αυτή ακριβώς ήταν η επιδίωξη του συγγραφέα, το ελάχιστο, όπως τιτλοφορείται ένα από τα κείμενα, μόλις οκτώ γραμμών. Όλα τους βασίζονται σε ένα αποθησαύρισμα αναμνήσεων που με την αντικειμενική μεταφορά τους στο χαρτί μετουσιώνονται σε μνήμες που δεν αφορούν μόνον το συγγραφέα, αφορούν όλους μας. Ο Σκαμπαρδώνης κατάφερε να μετατρέψει την προσωπική μνήμη σε συλλογική παρακαταθήκη και για αυτόν ακριβώς το λόγο πολύ απέχουν τα γραπτά του από το να χαρακτηριστούν νοσταλγικά αναμασήματα με ρετρό διάθεση. Από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα, χωρίς καμιά εξαίρεση είχα την αίσθηση ότι βρίσκομαι μπροστά σε αυθεντική λογοτεχνία που έχει το χάρισμα να απλώνει το μερικό, το ατομικό, σε γενικό, να το κάνει κτήμα όλων μας ως κάτι που μας αφορά προσωπικά. Από εκεί εξάλλου επί της ουσίας προκύπτει και η συγκίνηση που παράγει αυτό το έργο: από την κατακτημένη μνήμη που χτίζει το μέσα μας.
Αρκεί ένα μικρό γεγονός που εν πρώτοις δεν φαίνεται καν αξιομνημόνευτο, για να πυροδοτήσει μια θαυμαστή αλληλουχία που καταλήγει στην βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων από τη σκοπιά του συγγραφέα και κατ’ επέκταση του αναγνώστη. Τα γουρούνια που σκούζουν τρελαμένα και συνουσιάζονται στο χοιροστάσιο λίγο πριν το τέλος τους, ένα μπαούλο με παλιά παιδικά παιχνίδια σε ένα κατάστημα με αφίσες, το συναπάντημα με έναν μοναχό που μια ολόκληρη ζωή κοίταζε τον Παντοκράτορα του τρούλου δια χειρός Μανουήλ Πανσέληνου, ένα κόκκαλο από αυτά που χρησιμοποιούμε για τα παπούτσια, η περιστασιακή αιχμαλωσία ενός τριζονιού, ένας ποδοσφαιρικός αγώνας και τα μυστικά που κρύβονται κάτω από το γήπεδο, μια λατέρνα και οι εγκλωβισμένοι σε ένα ασανσέρ, για να αναφέρω ενδεικτικά μονάχα μερικούς πυρήνες γύρω από τους οποίους δομούνται τα διηγήματά του. Κάθε ιστορία χτίζεται με μια μικρή αφόρμηση για να καταλήξει έντεχνα σε μια, διαφορετική κάθε φορά, βαθιά φιλοσοφημένη σκέψη. Ένα απόσταγμα βιωμένης λεπτομέρειας που αντί να χαθεί στον ορυμαγδό των εικόνων και των παραστάσεων που μας κατακλύζουν, γίνεται κόσμημα που στολίζει την ύπαρξή μας. Γίνεται οδηγός αυτογνωσίας με όχημα τον άλλο. Τι παραπάνω να ζητήσει κανείς;
Κλείνω δίχως να κάνω ιδιαίτερη μνεία στη γλώσσα και στις τεχνικές του Σκαμπαρδώνη. Σε αυτά καταφεύγει ο σεσημασμένος αναγνώστης όταν διυλίζει τον κώνωπα ή συνηθέστερα όταν δεν βρίσκει να πει κάτι άλλο ουσιώδες. Εδώ δεν υπάρχει λόγος να επιχειρήσω κάτι τέτοιο. Η τεχνική απαραίτητη βεβαίως για τη συγγραφή-ένα άτεχνο οικοδόμημα καταρρέει όσο εκλεκτά κι αν είναι τα υλικά του, αλλά ένα άψογο τεχνικά λογοτεχνικό κατασκεύασμα δεν είναι κατ’ ανάγκη λογοτεχνία. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Για να παραχθεί λογοτεχνία απαιτείται μια σπίθα, ένα κάτι τις, εν πολλοίς άπιαστο, άρρητο, όσο κι αν πασχίζουν κριτικοί όλου του φάσματος να το συλλάβουν και να το αποδώσουν έτοιμο στον αναγνώστη. Η επιτελεστικότητα ενός κειμένου πράγματι, δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα να περιγραφεί και να αποδοθεί με σιγουριά. Ένας είναι ο αλάνθαστος τρόπος: η ανάγνωση του βιβλίου και ο βαθμός που σταδιακά διαπιστώνουμε κατάπληκτοι ότι αυτό σκάβει μέσα μας. Και ο «Νοέμβρης» αυτό το πετυχαίνει.

Η παθογένεια της ελληνικής οικογένειας: «Το βιβλίο της Κατερίνας» (Κορτώ) και «Μάρτυς μου ο θεός» (Τσίτας)

Έχω την εντύπωση ότι τον τελευταίο καιρό κάνουν ολοένα και πιο αισθητή την παρουσία τους λογοτεχνικά αναγνώσματα που ανατέμνουν την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας και δια μέσου αυτής κατ’ επέκταση την παθογένεια ολόκληρης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Οπωσδήποτε η περίοδος της κρίσης που διάγουμε, ευνόησε αυτή τη θεματολογία. Είναι εύκολο κανείς να υποθέσει-και ισχύει έως ένα βαθμό-ότι δεν φταίνε μόνον η κακοδιαχείριση, οι πελατειακές σχέσεις και ο νεποτισμός, φταίει και η νοσηρότητα του βασικού αυτού κυττάρου της κοινωνίας μας. Η ανατομία της παθογένειας της ελληνικής οικογένειας έχει οπωσδήποτε τη θέση της στο λογοτεχνικό μας στερέωμα. Ωστόσο η σχεδόν εμμονική εστίαση πολλών συγγραφέων σε αυτήν, τούτη τη συγκεκριμένη περίοδο της οικονομικής και θεσμικής κατάπτωσης της χώρας, είναι ένας έμμεσος τρόπος να μιλήσει κανείς για την κρίση εκμεταλλευόμενός την και όχι ερμηνεύοντάς την. Να μιλήσει δυστυχώς `μονόπλευρα και γενικευτικά και για αυτό παραπλανητικά.

index
«Το βιβλίο της Κατερίνας» του Αύγουστου Κορτώ (εκδ. Πατάκη, 2013) αποτελεί ένα τέτοιο δείγμα. Από πλευράς λογοτεχνικής αξίας αυτής καθ’εαυτής είναι σίγουρα αξιοσημείωτο από την άποψη τουλάχιστον του ρέοντος λόγου, της συγκίνησης, των κορυφώσεων κ.τ.λ. Αν μη τι άλλο δεν διακόπτει εύκολα κανείς την ανάγνωσή του, πράγμα από μόνο του σπουδαίο. Το να μην είναι ένα βιβλίο βαρετό είναι ισχυρό πλεονέκτημα. Αλλά. Υπάρχει ένα αλλά. Ασχολείται με τη διαδρομή μιας οικογένειας, ακριβέστερα περιγράφει ο συγγραφέας το οικογενειακό του δέντρο μέχρι να φτάσει στον εαυτό του με κεντρικό πρόσωπο από ένα σημείο και πέρα τη μητέρα του Κατερίνα. Επιχειρεί εν μέρει να διαγνώσει τα αποτελέσματα των συμπεριφορών των μελών της γενιάς του πάνω του και παράλληλα να διακρίνει το δικό του μερίδιο ευθύνης.
Έως εδώ καλά. Πλην όμως επιχειρείται ένα ξέσκισμα, οι χαρακτήρες τρώνε πρώτα τις σάρκες τις δικές τους και μετά των άλλων καθιστώντας εαυτούς συνυπεύθυνους για μια παρακμιακή κατάσταση που αγγίζει τα όρια του νοσηρού. Όχι τόσο νοσηρού για να το χαρακτηρίσει ο αναγνώστης αποκύημα της φαντασίας ή ακραία περίπτωση, αρκετά όμως για να εντυπωσιαστεί και να υποπέσει σε γενικεύσεις σε σχέση με την ελληνική οικογένεια. Εύκολα από εκεί και πέρα καταλήγει πως η περίφημη κρίση δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα πολλών παρόμοιων καταστάσεων. Ξαφνικά λοιπόν η παθογένεια γίνεται λόγω της χρονικής συγκυρίας που εκδόθηκε το βιβλίο, η «παθογένειά μας».
Αμφιβάλλω αν το ίδιο ανάγνωσμα θα είχε τόσο ευρεία απήχηση στο αναγνωστικό κοινό σε άλλες περιόδους. Τότε θα εκλαμβανόταν πιθανώς ως ένα σύνηθες αυτοαναφορικό και ομφαλοσκοπικό μυθιστόρημα, βεβαίως γραμμένο με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Ο Κορτώ είναι οπωσδήποτε ταλαντούχος. Ξέρει να γράφει και να συγκινεί, όπως και να κινεί ή να ανακινεί το ενδιαφέρον και ομολογώ πως αυτό είναι ήδη σημαντικό και πολύ. Ωστόσο το θέμα δεν είναι αυτό. Θα ανήκε στα ευπώλητα αν δεν εκδιδόταν σε καιρούς κρίσης; Πιθανότατα, μιας και εκτός από την εξαιρετική γραφή του, περιέχει ένα κομμάτι της ζωής του συγγραφέα και πολύς κόσμος διεγείρεται να κοιτάει από την κλειδαρότρυπα. Πολύ απέχω από το να ισχυριστώ πως το εν λόγω βιβλίο είναι ένα ιδιαιτέρως αναβαθμισμένο πρωινάδικο, αλλά ομολογώ ότι βρήκα ενοχλητική την ευθεία δήλωση περί αυτοβιογραφικών στοιχείων, που χρησιμεύουν σε μια στημένη αποδόμηση, ώστε να λάμψει εξαγνισμένος στο τέλος ο συγγραφέας εξαιτίας της περισσής γενναιότητάς του για προσωπικές ομολογίες.
Ξαναγυρνώντας στο θέμα μου, προς τι ένα βιβλίο όσο καλογραμμένο κι αν είναι για την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας σε μια τέτοια χρονική συγκυρία; Διότι και ο Γιάννης Ξανθούλης είχε βγάλει «Το πεθαμένο λικέρ» πριν πολλά χρόνια με αντίστοιχη θεματολογία-αν και στο βιβλίο εκείνου παρήλαυναν πολλά περισσότερα στοιχεία ιστορικοπολιτικά, όπως και στο πρόσφατο «Νίκη» του Χωμενίδη-. Μάλιστα διακρίνω συνάφεια εκτός από τη θεματολογία και στο ύφος του Ξανθούλη και του Κορτώ, μόνο που ο πρώτος προκάλεσε τότε σχετική αίσθηση και με την επιλογή του θέματος και το ύφος του, ενώ ο δεύτερος από αυτήν την άποψη δεν μοιάζει να πρωτοτυπεί ιδιαίτερα, και το σημαντικότερο, είναι μάλλον άτυχος-δε θα φτάσω να πω ύποπτος- ο χρόνος έκδοσης του περίφημου βιβλίου της Κατερίνας… Ο Κορτώ δίνει ξεκάθαρα την εντύπωση ότι δεν ενδιαφέρεται για τη συγκεκριμένη περίοδο που διάγουμε, ούτε να εντάξει το έργο του στην ελληνική πραγματικότητα από την οποία εκπορεύεται για αυτό κι εκείνη τον προδίδει, τον αφήνει μετέωρο και τον κάνει να φαντάζει κοινότυπος.

Amartysmouotheos

Σε παρόμοιο ατόπημα πέφτει και ο Μάκης Τσίτας με το έργο του «Μάρτυς μου ο θεός». Μια περιπτωσιολογία αφελούς που μένει άνεργος και εντέλει άστεγος. Σταδιακά εκτός από την αφέλειά του και τις αφόρητα στερεοτυπικές του αντιλήψεις αποκαλύπτεται το κακό οικογενειακό του υπόβαθρο που κατά πως φαίνεται τον οδήγησε από αναλγησία και παθογόνες καταστάσεις να γίνει αυτό που έγινε. Ένα έκπτωτο τίποτα. Παρά τους επιτυχημένους τραγέλαφους και τα κωμικά στοιχεία που αφειδώς παρελαύνουν στο κείμενο, η επίγευση δηλώνει παρακμιακή οικογένεια και τελικά μια παρακμιακή άρρωστη Ελλάδα που δικαίως πάσχει, αν ο μέσος όρος είναι ένας Χρυσοβαλάντης.
Δεν φαντάζομαι ότι αυτή ήταν η πρόθεση του Τσίτα. Πολύ φοβάμαι όμως πως αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το έργο κρίνεται αυτό καθ’ εαυτό ασχέτως των προθέσεων του δημιουργού. Επιπλέον βραβεύτηκε με το Ευρωπαικό Βραβείο Λογοτεχνίας, πράγμα που σημαίνει πως θα μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες και θα βγει εκτός συνόρων. Σε μια τέτοια στιγμή λοιπόν, ο ευρωπαίος θα θεωρεί ότι όλοι οι Έλληνες λίγο-πολύ είμαστε…Χρυσοβαλάντηδες κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει κάποιο άλλο αντίβαρο που να αποδεικνύει πως δεν είμαστε όλοι αγαθιάρηδες και με ένοχο παρελθόν, ούτε ρατσιστές, σεξιστές και δε συμμαζεύεται. Άλλο ένα βιβλίο λοιπόν που αναδεικνύει την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας, αλλά ατυχώς την κάνει εξαιρετικά άστοχα να φαντάζει κανόνας.
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει κι άλλα παραδείγματα, ίσως λιγότερο τρανταχτά ή έστω λιγότερο ηχηρά ονόματα. Ένα πάντως είναι το σίγουρο: Τα περί παθογένειας της δύσμοιρης ελληνικής οικογένειας που μπήκε στο στόχαστρο, είτε είναι ομφαλοσκοπικά και αυτοαναφορικά, είτε όχι, καλύτερα να εκλείψουν από τη νεοελληνική λογοτεχνία. Ίσως θα έπρεπε οι ελληνικές πένες να πάνε λίγο παραπέρα, να δυσκολευτούν και να τριφτούν με μια πιο ευρεία πραγματικότητα και πιο εξωστρεφή. Κρίμα τόσο ταλαντούχοι συγγραφείς να πέφτουν στην παγίδα της κοινοτοπίας και της ευκολίας. Εξάλλου υπάρχει και αναγνωστικό κοινό που ζητάει κάτι παραπάνω. Το έργο τους μακροπρόθεσμα δεν θα πήγαινε χαμένο.

Τα άγρια περιστέρια, Νίκη Αναστασέα, Καστανιώτης (2014)

Διαβάζοντας τα έξι διηγήματα της Αναστασέα υπό τον τίτλο «Τα άγρια περιστέρια», είχα την αίσθηση μιας σοβαρής προσπάθειας που δεν αφήνει τον αναγνώστη να εγκαταλείψει την ανάγνωσή του. Ωστόσο η συγγραφέας υποπίπτει σε ορισμένες κοινοτυπίες που δεν αφήνουν το βιβλίο να απογειωθεί όσο θα μπορούσε. Εκτός από αυτό, παρά τους επιδέξιους λογοτεχνικά χειρισμούς της, η θεματολογία της είναι περιορισμένη στα καθ’ ημάς και κυρίως στην παθογένειά μας -όπως εξάλλου και η πλειονότητα της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής-, πράγμα που καθιστά το βιβλίο ένα ακόμα στη σειρά, παρά τον μάλλον άρτιο από πλευράς τεχνικής τρόπο που έχει γραφτεί. Σίγουρα μιλάμε για λογοτεχνία. Είναι όμως αυτό αρκετό;
Οι ιστορίες της εστιάζουν στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση ορισμένων μεμονωμένων περιπτώσεων. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να μιλήσει για ψυχογραφήματα ανθρώπων της ελληνικής κοινωνίας που αντιμετωπίζουν το εστιασμένο και ατομικό τους πρόβλημα με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο.
Στην πρώτη ιστορία η μάνα ενός ναρκομανούς αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο εν είδει λίγο πολύ ημερολογίου μία κατάσταση πλήρους αποξένωσης και από τον εαυτό της και από τα μέλη της οικογενείας της, ώσπου νομιμοποιεί τον εαυτό της να πάρει για πρώτη φορά πρωτοβουλία που αφορά όχι στη δική της ζωή, αλλά σε αυτή του γιου της. Για την ακρίβεια αφορά στο θάνατό του. Η γυναίκα πράττει ό,τι πράττει από συμπόνια για το παιδί της. Τα δε…αγαθά της κίνητρα αμφισβητούνται από το περιβάλλον της, αλλά και η ίδια δεν κάνει τον κόπο να τα εξηγήσει, παρά μόνο στο ημερολόγιο το οποίο διαβάζουμε εμείς.
Ένας ηλικιωμένος σύζυγος στο δεύτερο διήγημα παίζει θέατρο για χάρη τής συμβίας του που αδυνατεί να ξεπεράσει το χαμό της κόρης τους, και προσποιείται μαζί της ότι αυτή ζει. Ενδιαφέρον δίπολο που αποδίδεται ως θεατρικό κείμενο με συνεχείς στιχομυθίες και λίγες σκηνικές οδηγίες.
Στη συνέχεια μια γυναίκα που έχει περάσει την πρώτη νεότητα ερωτεύεται μετανάστη, ο οποίος την απωθεί κι εκείνη για εκδίκηση τον διαβάλλει.
Ένας άλλος σύζυγος δολοφονεί τη γυναίκα του, η οποία αρνούμενη το διακοσμητικό ρόλο που αυτός της επιβάλλει, παραμελεί τον εαυτό της αποδομώντας πλήρως την εικόνα της και εκδικούμενη έτσι τον άντρα της.
Στον «Μεταξωτό φανοστάτη» μια μεσήλικη ηθοποιός ταυτίζεται αίφνης με το ρόλο της και ωριμάζει όψιμα καταφέρνοντας επιτέλους να αποδώσει βάθος στις υποκριτικές της ικανότητες.
Τέλος δυο γυναίκες χτίζουν τη ζωή τους πάνω στη φροντίδα ενός προβληματικού παιδιού. Όταν η μία-η μάνα-σπάει τα σιωπηρά δεσμά και αποχωρεί από το σχήμα με το παντρευτεί και να ξαναφτιάξει τη ζωή της, η άλλη-θεία του παιδιού-από το συναίσθημα της προδοσίας που αρχικά βιώνει, περνάει στην ηθική της συγχώρεσης με μια ταυτόχρονη θεώρηση του τέλους ως κάτι αναπόφευκτο που οι άνθρωποι είναι πολύ μικροί για να μην το αποδεχτούν γαλήνια. «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χιονιάς» ο τίτλος του τελευταίου αυτού διηγήματος που είναι και το μόνο της συλλογής που αποπνέει μια κάποια ελπίδα σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, στα οποία οι ήρωες μένουν εγκλωβισμένοι σε νοσηρές καταστάσεις που τις ξεπερνούν με εξίσου νοσηρούς τρόπους.
Τα πρόσωπα της Αναστασέα βιώνουν δυσκολίες που τις αντιμετωπίζουν όλοι ανεξαιρέτως εντελώς μόνοι δημιουργώντας έναν δεύτερο παράλληλο κόσμο στον οποίο έχουν «πειράξει» τους κανόνες. Φτιάχνουν δηλαδή μία φούσκα στα μέτρα τους στην οποία κλείνονται και θεώνται την πραγματικότητα από εκεί μέσα, ως κάτι που δεν τους αφορά πια, αφού βρήκαν μόνοι, ολομόναχοι την τεχνητή λύση, ακόμα κι όταν αυτή είναι ακραία. Οι χαρακτήρες της από αδυναμία επικοινωνίας, μοναξιά ή εγωισμό, αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και οι λύσεις που δίνουν δεν αποτελούν διέξοδο, αλλά στατική επαναδιαπραγμάτευση αυτής της πραγματικότητας με τους δικούς τους πλέον όρους που αγνοούν παντελώς τους άλλους.
Έτσι η μάνα σκοτώνει το ναρκομανή γιο της με τη δικαιολογία ότι μεριμνά να προστατεύσει πάνω του «Κάτι που αξίζει να σωθεί». Βεβαίως αυτό που μένει στον αναγνώστη είναι ότι μέσα στην απομόνωσή της, επινοεί μία έξοδο, τα κίνητρα της οποίας είναι ακατανόητα για τους υπολοίπους που ούτως ή άλλως δεν ενδιαφέρονται να τα τα καταλάβουν. Της αρκεί που η ίδια νιώθει ότι έπραξε το καθήκον της, ανασύροντας από μέσα της μια πρωτόγνωρη για αυτήν δύναμη που την…καθαγιάζει στα ίδια της τα μάτια.
Και τα υπόλοιπα διηγήματα της Αναστασέα είναι αντίστοιχες περιπτώσεις. Παρουσιάζουν χαρακτήρες κατ’ επίφαση δυνατούς που τολμούν να πράξουν έξω από τα παραδεκτά όρια (ή σε κάποιες από τις ιστορίες απλώς έξω από τα αναμενόμενα). Πλην όμως δεν είναι παρά άνθρωποι που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο κεκαλυμμένος εγωισμός και η ψυχοπαθογένειά τους δεν είναι παρά μια πορεία προς την αυτογνωσία. Δεν γνωρίζω αν κάτι τέτοιο είχε κατά νου να περάσει στον αναγνώστη η συγγραφέας, πάντως αυτό ήταν που εξέλαβα. Ως εκ τούτου οι ήρωές της μου φάνηκαν ναι μεν αρκούντως καλοχτισμένοι-αν μιλάμε για παραπλανημένους ανθρώπους που ονομάζουν τον εγκλωβισμό τους διέξοδο-, αλλά κάπως καρικατούρες, μιας και δεν επινοούν λύσεις που στοιχειωδώς λαμβάνουν υπόψη τους γύρω τους. Σηκώνουν μόνοι τους το σταυρό τους και παραπαίουν στον μικρόκοσμό τους.
Εξαίρεση θα μπορούσε να είναι το «Μεταξωτός φανοστάτης», ωστόσο το θέμα του ηθοποιού που φτάνει στο ύψιστο σημείο της καριέρας του μέσα από την στενή ταύτιση της ζωής του με το ρόλο του, το έχει ήδη πραγματευθεί μοναδικά ο Φίλιπ Ροθ στην «Ταπείνωση». Να συμπληρώσω εδώ πως και έτερο διήγημα εμπνέεται καθοριστικά από αλλού, χωρίς όμως να φαίνεται πως προσθέτει κάτι στο θέμα. Το «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χιονιάς» πλησιάζει πολύ τη σχεδόν ομότιτλη νοτιοκορεάτικη ταινία του Κιμ Κι Ντουκ όχι μόνο ως προς το τίτλο, αλλά και ως προς το θέμα με εμφανείς αναλογίες. Αλλά αν έχει κανείς δει το αριστουργηματικό αυτό κινηματογραφικό έργο, το ενδιαφέρον του για το διήγημα αυτομάτως μειώνεται.

Η διαφορά αυτής της τελευταίας ιστορίας με τις υπόλοιπες του βιβλίου είναι το γαλήνιο και αισιόδοξο τέλος. Εδώ πράγματι το κεντρικό πρόσωπο δεν ακροβατεί ανάμεσα στην αυτοαναφορικότητα και την παράνοια, εδώ πράγματι φιλοσοφεί και για αυτό βρίσκει ουσιαστική διέξοδο στο πρόβλημα που το ταλανίζει και μας πείθει. Θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσα απόπειρα αν δεν υπήρχε ο Κιμ Κι Ντουκ…
Καταλήγοντας, «Τα άγρια περιστέρια» είναι η φιλότιμη προσπάθεια μιας συγγραφέως που οπωσδήποτε ξέρει να γράφει-κι αυτό είναι ανακουφιστικό-, αλλά η θεματολογία της και η τροπή των ιστοριών της κάνουν το βιβλίο της να απέχει από αυτό που θα αποκαλούσαμε πραγματικά καλό. Τα επόμενα δείγματα γραφής της ίσως καταφέρουν να ανατρέψουν αυτήν την εντύπωση.