Αντί Στεφάνου, Γιάννης Μακριδάκης, Εστία 2015

index Το πιο ενδιαφέρον σε αυτό το βιβλίο είναι μάλλον οι απόψεις που κυκλοφορούν για αυτό παρά το ίδιο αυτό καθ’ εαυτό. Δεν θέλω να πω πως δεν αξίζει. Ίσα-ίσα, πρόκειται για μια σπαρταριστή αφήγηση που καταφέρνει εκτός από το να κάνει τον αναγνώστη να γελάσει μέχρι δακρύων, να του περιγράψει διεσταλμένα και στο έπακρο κουσούρια της επαρχίας: το κουτσομπολιό ως πηγή ζωής και βασική ασχολία των κατοίκων, τα συνήθη στεγανά στην ιεραρχία του χωριού με τον παπά βασικό ρυθμιστή της κοινωνικής ζωής ή τον νεοπλουτισμό του μετανάστη που επιστρέφει στο χωριό του και όχι μόνον απαιτεί, αλλά και κερδίζει εξαιτίας των χρημάτων του κύρος μεταξύ των συντοπιτών του.

Φυσικά δεν μπορούσε να λείπει ο τρελός του χωριού, μονάχα που εδώ είναι αρκετά παραλλαγμένος. Ένας εμμονικός φυσιολάτρης με ακραία οικολογική συνείδηση, διαποτισμένος από παραδόσεις ανατολικών λαών -θρησκευτικές όσον αφορά στη στάση ζωής, αλλά και στην στάση του απέναντι στη φύση-, που φτάνει να θεωρεί απολύτως φυσικό να αφοδεύει στον τάφο της μάνας του για να λιπάνει το χώμα προκειμένου να φυτέψει πάνω του, μιας και εκείνη δεν έχει ακόμα λυώσει. Οι δε νεκροί κατ’ αυτόν, αν ήταν χορτοφάγοι όσο ζούσαν, χρησιμεύουν ως πρώτης τάξεως λίπασμα ακριβώς όπως και τα κόπρανά του. Ο δε «τρελός» του χωριού, χαιρετά σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κάποια γυναίκα που τον συλλαμβάνει επ’ αυτοφόρω κατά την πράξη της αφόδευσης στον τάφο της μάνας του, που μόλις έχει θάψει ο ίδιος ως νεκροθάφτης! Ο Ντάγκλας Άνταμς του «Γυρίστε το γαλαξία με ώτο-στοπ» θα θαύμαζε τα κωμικά ευρήματα του Μακριδάκη, για να θέσει επί τάπητος θέματα οικολογικής συνείδησης παράλληλα με τη στενομυαλιά και τα στερεότυπα της τυπικής ελληνικής επαρχίας, της μπολιασμένης με τα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα.

Αφηγητής, όπως αποκαλύπτεται προς το τέλος, ο θεολόγος καθηγητής του γυμνασίου, που προσπαθεί να είναι αντικειμενικός και ήπιος στην καταγραφή των συμβάντων, όπως ταιριάζει σε έναν άνθρωπο διχασμένο ανάμεσα στη λογική της επιστήμης και την πίστη. Βεβαίως δεν τολμά να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στον παπά του χωριού, ούτε να έρθει σε σύγκρουση με τους τοπικούς παράγοντες της κοινωνίας. Εν ολίγοις ναι μεν συμπαθεί το Στέφανο, όπως είναι το όνομα του πρωταγωνιστή, αλλά δεν τολμά να πάρει ανοιχτά το μέρος του. Και ούτε θα ήθελε, αφού ο οικολόγος ζει σε έναν τελείως μονόπλευρο κόσμο που δεν υπολογίζει παρά μόνο τις επιταγές της φύσης.

Αυτός λοιπόν, ο θεολόγος, αναλαμβάνει να διηγηθεί τα καθέκαστα σε μια γλώσσα αγκυλωμένη που παραπέμπει σε γραφειοκρατική σοβαροφάνεια άλλων εποχών, ακόμα και στη γλώσσα των σημερινών ιεραρχών της ορθοδοξίας, που οπωσδήποτε περιέχει στοιχεία καθαρεύουσας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πρόσχημα του θεολόγου για να δικαιολογήσει την ιδιότυπη για τα σημερινά δεδομένα γλώσσα του έργου του. Γιατί όμως αυτή να είναι τέτοια; Προσωπικά ως αναγνώστρια θεώρησα ότι έτσι επιτείνεται η κωμικότητα. Μια βαριά και δύσκαμπτη γλώσσα που ταίριαζε σε δημόσιες υπηρεσίες ή ταιριάζει μέχρι σήμερα στους επισκόπους της εκκλησίας, να χρησιμοποιείται για να παρουσιάσει κουτσομπολιά ή αφοδεύσεις! Η αντίθεση γλώσσας και περιεχομένου είναι τόσο εμφανής που μόνον εξ αυτού το γέλιο ρέει αυθόρμητα. Όσο για τις λαϊκές λέξεις που παρεισφρέουν, αυτές μας θυμίζουν το άτοπο της τρόπον τινά καθαρεύουσας για τις συγκεκριμένες περιγραφές και κάνουν τον αναγνώστη να ξεσπά σε ακόμα πιο τρανταχτά γέλια.

Έξοχος ο κυνισμός του χιούμορ στο Αντί Στεφάνου, βρίσκει απευθείας το στόχο του παρουσιάζοντάς μας με εξαιρετική ευστροφία και σαφήνεια τα θέματά του. Επιπλέον, εκτός από το ότι το κωμικό είναι ένα θαυμάσιο όχημα για να πει ο συγγραφέας αυτό που θέλει, είναι εύπεπτο, ευρέως αποδεκτό, γι’ αυτό και φαντάζομαι το βιβλίο πουλάει. Αν ήταν γραμμένο δίχως το τραβηγμένο και κυνικό χιούμορ, ίσως να μην είχε τόσο ευρεία απήχηση. Επανέρχομαι όμως σε ένα από τα ζητούμενα. Τι ακριβώς θέλει να μας πει ο συγγραφέας; Αρχικά υπέθεσα ότι σκοπός του ήταν μια τραβηγμένη και γι΄αυτό αστεία παρουσίαση των δυνάμεων που καθορίζουν την επαρχία. Από τη μια ο παπάς και οι συμπαραταγμένοι κοινωνικοί σχολιαστές, περιπτεράδες, κρεοπώλες και μπακάλισσες, μαζί βεβαίως με τον πλούσιο επαναπατρισμένο θείο εξ Αμερικής που διεκδικεί πλέον λόγω χρήματος γενναίο μερίδιο στο στίγμα του τόπου, από την άλλη ο εξίσου ακραίος οικολόγος που γεννήθηκε και κατοικεί στον τόπο του, αλλά προσπαθεί να ανατρέψει τα οικολογικά κυρίως δεδομένα δρώντας εσκεμμένα προκλητικά, ακόμα κι αν παρουσιάζεται ήρεμος και προσηνής. Στη μέση ο ουδέτερος ξένος, ο δάσκαλος που είναι περαστικός από τον τόπο, ήρθε για να φύγει και για αυτό λειτουργεί κυρίως ως καταγραφέας-πάντως δεν συμπαρατάσσεται με καμία πλευρά.

Είναι σίγουρο ότι ο ντόπιος οικολόγος δεν θα καταφέρει να πείσει κανέναν να τον ακολουθήσει στη στάση του απέναντι στη φύση, επειδή αδιαφορεί παντελώς για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Μοναδικό του ενδιαφέρον η φυσική ζωή αυτή καθ’ εαυτή, ένα πολιτισμένο αγρίμι είναι λοιπόν, γι’αυτό και ζει απομονωμένος, γι’ αυτό και του φαίνεται φυσικό να χαιρετά καλόκαρδα τη γειτόνισσα που τον βλέπει να αφοδεύει. Η φύση πάνω απ’ όλα λοιπόν. Ένας καλόκαρδος αφελής ρομαντικός που έχει χάσει το παιχνίδι εξ αρχής, όσο σωστή και αν είναι η γενική του στάση στα της οικολογίας. Το όχημα του κωμικού που διάλεξε ο συγγραφέας δικαιολογεί απόλυτα τις τραβηγμένες καταστάσεις. Ακόμα κι αν είναι οπαδός της όποιας απομάκρυνσης και πλήρους αποστασιοποίησης από τα καταναλωτικά πρότυπα και επιστροφής στη φυσική ζωή, δικαιούται να κάνει χιούμορ με τη γραφικότητά του, όσο και με τη γραφικότητα των συντοπιτών του. Δεν φαντάζομαι βεβαίως ότι ο Μακριδάκης θα αφόδευε στην πραγματικότητα σαν να μην τρέχει τίποτα πάνω σε στον τάφο της μάνας του καλημερίζοντας τη γειτόνισσα, (αν και μάλλον μπορώ πολύ καλά να φανταστώ τους κατοίκους να χωριού να δρουν όπως ακριβώς παρουσιάζονται στο βιβλίο…). Ο γραφικός που το γνωρίζει ότι είναι τέτοιος στα μάτια των άλλων, σίγουρα μπορεί να διακωμωδήσει τον εαυτό του. Είναι άλλο πράγμα να ξέρεις ότι οι ιδέες σου φαντάζουν γραφικές για την κοινωνία-οπότε αποδέχεσαι το χαρακτηρισμό αποδυναμώνοντάς τον δια του χιούμορ-, κι άλλο πράγμα να το αγνοείς και να το εννοείς ότι υπερασπίζεσαι την περίφημη αφόδευση επί του τάφου. Το δεύτερο μου φαντάζει εντελώς αδύνατο.

Οι δε απόψεις περί ουμανισμού ή αναίρεσης του ουμανιστικού πνεύματος στο Αντί Στεφάνου, όπως διατυπώθηκαν στο φίλιο Βιβλιοκαφέ, μου φάνηκαν κάπως τραβηγμένες, αν και οπωσδήποτε σοβαρές και τροφή για περαιτέρω σκέψη. Στη συνέχεια μαθαίνοντας για την ακτιβιστική δράση του Μακριδάκη και το ιστολόγιό του, προβληματίστηκα: μήπως ο συγγραφέας εννοεί κάποια πράγματα; Όπως και να έχει, ένα βιβλίο, όταν εκδίδεται, φεύγει από τα χέρια του συγγραφέα και ακολουθεί τη δική του διαδραστική πορεία με τον αναγνώστη. Ο τελευταίος ίσως θα έπρεπε να το κρίνει αυτόνομα, δίχως πληροφορίες για το δημιουργό, εκτός αν έχει γραφεί σε κάποια άλλη εποχή, οπότε για να το κατανοήσει κανείς διαβάζοντάς το, μάλλον πρέπει να ανατρέξει και στην εποχή που το γέννησε και στα στοιχεία του ζωής του συγγραφέα. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει με το Αντί Στεφάνου, που είναι τοποθετημένο στη σύγχρονη εποχή. Γι’ αυτό και προτίμησα να το δω αυτόνομα, επιλέγοντας να αγνοήσω τα περί δράσης και ζωής του Μακριδάκη. Από αυτήν την άποψη, αν τυχόν ο συγγραφέας είχε κάποια πρόθεση να διακινήσει τις ιδέες του, ίσως είναι ευκαιρία για αυτόν να δει πόσο το πέτυχε και τι κατάφερε τελικά να περάσει στον ανεξάρτητο και ανεπηρέαστο αναγνώστη που επιμένει να αντιμετωπίζει το βιβλίο, το κάθε βιβλίο, ως κάτι που έφυγε δια παντός από τα χέρια του δημιουργού του και ακολουθεί το δικό του ανεξάρτητο δρόμο.

Εντύπωση μου έκαναν και οι απόψεις περί μιμήσεως του παπαδιαμαντικού ύφους, ή πιο εύστοχα του Ροΐδη όπως αυτές διατυπώθηκαν στην κριτική της Έλενας Μαρούτσου στο bookpress. Η γλώσσα σε συνδυασμό με το σκωπτικό αποτέλεσμα, οπωσδήποτε παραπέμπουν στο Ροΐδη και την Πάπισσα Ιωάννα, ή ακόμα και στο Βιζυηνό που διαθέτει περισσότερο από τον Παπαδιαμάντη στοιχεία κωμικότητας. Αλλά πέρα από ένα εύρημα που εξυπηρετεί τους σκοπούς του συγγραφέα με επιτυχία, δεν ξέρω αν θα έπρεπε να επιμείνει σε αυτό κανείς περισσότερο. Εξάλλου ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός ή ο Παπαδιαμάντης, όταν γράφανε δεν είχαν κατά νου να χρησιμοποιήσουν μια γλώσσα άσχετη με την εποχή τους προκειμένου να επιτύχουν την αντίθεση με τα…πεζά και καθημερινά που περιγράφουν και να παράγουν εξ αυτού πρόσθετο γέλιο, όπως φρονώ ότι άκρως πετυχημένα κάνει ο Μακριδάκης.

Αν θα ξαναδιάβαζα Μακριδάκη; Ασφαλώς. Τόσο ευφυές και αυθεντικό χιούμορ δεν είναι εύκολο να βρεθεί. Και μάλιστα χιούμορ που πήγε τουλάχιστον αρκετά παραπέρα από την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας, όπως έκανε ο Μάκης Τσίτας με το «Μάρτυς μου ο θεός». Ο Μακριδάκης, ευτυχώς, δεν κάνει καμία στροφή σε τραγικότητες που καπελώνουν και παγιδεύουν τον αναγνώστη, και γι΄αυτό όσο κι αν η δημοσιοποίηση της ιδεολογικής του δράσης προσπαθεί να καπελώσει το έργο του, αυτό παραμένει ανεξάρτητο.

2 σκέψεις σχετικά με το “Αντί Στεφάνου, Γιάννης Μακριδάκης, Εστία 2015

  1. Πολύ καλά παρουσιασμένη η λειτουργία του χιούμορ μέσα στη νουβέλα.
    Έδειξες πειστικά πώς αυτή η πλάγια ειρωνεία και το λοξό μειδίαμα αλώνει το κείμενο.
    Όσο για το ιδεολογικό στίγμα, τα είπαμε (αναλυτικά) στο Βιβλιοκαφέ και δεν έχω να προσθέσω κάτι.
    Καλημέρα
    Πατριάρχης Φώτιος

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε