Τα άγρια περιστέρια, Νίκη Αναστασέα, Καστανιώτης (2014)

Διαβάζοντας τα έξι διηγήματα της Αναστασέα υπό τον τίτλο «Τα άγρια περιστέρια», είχα την αίσθηση μιας σοβαρής προσπάθειας που δεν αφήνει τον αναγνώστη να εγκαταλείψει την ανάγνωσή του. Ωστόσο η συγγραφέας υποπίπτει σε ορισμένες κοινοτυπίες που δεν αφήνουν το βιβλίο να απογειωθεί όσο θα μπορούσε. Εκτός από αυτό, παρά τους επιδέξιους λογοτεχνικά χειρισμούς της, η θεματολογία της είναι περιορισμένη στα καθ’ ημάς και κυρίως στην παθογένειά μας -όπως εξάλλου και η πλειονότητα της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής-, πράγμα που καθιστά το βιβλίο ένα ακόμα στη σειρά, παρά τον μάλλον άρτιο από πλευράς τεχνικής τρόπο που έχει γραφτεί. Σίγουρα μιλάμε για λογοτεχνία. Είναι όμως αυτό αρκετό;
Οι ιστορίες της εστιάζουν στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση ορισμένων μεμονωμένων περιπτώσεων. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να μιλήσει για ψυχογραφήματα ανθρώπων της ελληνικής κοινωνίας που αντιμετωπίζουν το εστιασμένο και ατομικό τους πρόβλημα με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο.
Στην πρώτη ιστορία η μάνα ενός ναρκομανούς αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο εν είδει λίγο πολύ ημερολογίου μία κατάσταση πλήρους αποξένωσης και από τον εαυτό της και από τα μέλη της οικογενείας της, ώσπου νομιμοποιεί τον εαυτό της να πάρει για πρώτη φορά πρωτοβουλία που αφορά όχι στη δική της ζωή, αλλά σε αυτή του γιου της. Για την ακρίβεια αφορά στο θάνατό του. Η γυναίκα πράττει ό,τι πράττει από συμπόνια για το παιδί της. Τα δε…αγαθά της κίνητρα αμφισβητούνται από το περιβάλλον της, αλλά και η ίδια δεν κάνει τον κόπο να τα εξηγήσει, παρά μόνο στο ημερολόγιο το οποίο διαβάζουμε εμείς.
Ένας ηλικιωμένος σύζυγος στο δεύτερο διήγημα παίζει θέατρο για χάρη τής συμβίας του που αδυνατεί να ξεπεράσει το χαμό της κόρης τους, και προσποιείται μαζί της ότι αυτή ζει. Ενδιαφέρον δίπολο που αποδίδεται ως θεατρικό κείμενο με συνεχείς στιχομυθίες και λίγες σκηνικές οδηγίες.
Στη συνέχεια μια γυναίκα που έχει περάσει την πρώτη νεότητα ερωτεύεται μετανάστη, ο οποίος την απωθεί κι εκείνη για εκδίκηση τον διαβάλλει.
Ένας άλλος σύζυγος δολοφονεί τη γυναίκα του, η οποία αρνούμενη το διακοσμητικό ρόλο που αυτός της επιβάλλει, παραμελεί τον εαυτό της αποδομώντας πλήρως την εικόνα της και εκδικούμενη έτσι τον άντρα της.
Στον «Μεταξωτό φανοστάτη» μια μεσήλικη ηθοποιός ταυτίζεται αίφνης με το ρόλο της και ωριμάζει όψιμα καταφέρνοντας επιτέλους να αποδώσει βάθος στις υποκριτικές της ικανότητες.
Τέλος δυο γυναίκες χτίζουν τη ζωή τους πάνω στη φροντίδα ενός προβληματικού παιδιού. Όταν η μία-η μάνα-σπάει τα σιωπηρά δεσμά και αποχωρεί από το σχήμα με το παντρευτεί και να ξαναφτιάξει τη ζωή της, η άλλη-θεία του παιδιού-από το συναίσθημα της προδοσίας που αρχικά βιώνει, περνάει στην ηθική της συγχώρεσης με μια ταυτόχρονη θεώρηση του τέλους ως κάτι αναπόφευκτο που οι άνθρωποι είναι πολύ μικροί για να μην το αποδεχτούν γαλήνια. «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χιονιάς» ο τίτλος του τελευταίου αυτού διηγήματος που είναι και το μόνο της συλλογής που αποπνέει μια κάποια ελπίδα σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, στα οποία οι ήρωες μένουν εγκλωβισμένοι σε νοσηρές καταστάσεις που τις ξεπερνούν με εξίσου νοσηρούς τρόπους.
Τα πρόσωπα της Αναστασέα βιώνουν δυσκολίες που τις αντιμετωπίζουν όλοι ανεξαιρέτως εντελώς μόνοι δημιουργώντας έναν δεύτερο παράλληλο κόσμο στον οποίο έχουν «πειράξει» τους κανόνες. Φτιάχνουν δηλαδή μία φούσκα στα μέτρα τους στην οποία κλείνονται και θεώνται την πραγματικότητα από εκεί μέσα, ως κάτι που δεν τους αφορά πια, αφού βρήκαν μόνοι, ολομόναχοι την τεχνητή λύση, ακόμα κι όταν αυτή είναι ακραία. Οι χαρακτήρες της από αδυναμία επικοινωνίας, μοναξιά ή εγωισμό, αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και οι λύσεις που δίνουν δεν αποτελούν διέξοδο, αλλά στατική επαναδιαπραγμάτευση αυτής της πραγματικότητας με τους δικούς τους πλέον όρους που αγνοούν παντελώς τους άλλους.
Έτσι η μάνα σκοτώνει το ναρκομανή γιο της με τη δικαιολογία ότι μεριμνά να προστατεύσει πάνω του «Κάτι που αξίζει να σωθεί». Βεβαίως αυτό που μένει στον αναγνώστη είναι ότι μέσα στην απομόνωσή της, επινοεί μία έξοδο, τα κίνητρα της οποίας είναι ακατανόητα για τους υπολοίπους που ούτως ή άλλως δεν ενδιαφέρονται να τα τα καταλάβουν. Της αρκεί που η ίδια νιώθει ότι έπραξε το καθήκον της, ανασύροντας από μέσα της μια πρωτόγνωρη για αυτήν δύναμη που την…καθαγιάζει στα ίδια της τα μάτια.
Και τα υπόλοιπα διηγήματα της Αναστασέα είναι αντίστοιχες περιπτώσεις. Παρουσιάζουν χαρακτήρες κατ’ επίφαση δυνατούς που τολμούν να πράξουν έξω από τα παραδεκτά όρια (ή σε κάποιες από τις ιστορίες απλώς έξω από τα αναμενόμενα). Πλην όμως δεν είναι παρά άνθρωποι που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο κεκαλυμμένος εγωισμός και η ψυχοπαθογένειά τους δεν είναι παρά μια πορεία προς την αυτογνωσία. Δεν γνωρίζω αν κάτι τέτοιο είχε κατά νου να περάσει στον αναγνώστη η συγγραφέας, πάντως αυτό ήταν που εξέλαβα. Ως εκ τούτου οι ήρωές της μου φάνηκαν ναι μεν αρκούντως καλοχτισμένοι-αν μιλάμε για παραπλανημένους ανθρώπους που ονομάζουν τον εγκλωβισμό τους διέξοδο-, αλλά κάπως καρικατούρες, μιας και δεν επινοούν λύσεις που στοιχειωδώς λαμβάνουν υπόψη τους γύρω τους. Σηκώνουν μόνοι τους το σταυρό τους και παραπαίουν στον μικρόκοσμό τους.
Εξαίρεση θα μπορούσε να είναι το «Μεταξωτός φανοστάτης», ωστόσο το θέμα του ηθοποιού που φτάνει στο ύψιστο σημείο της καριέρας του μέσα από την στενή ταύτιση της ζωής του με το ρόλο του, το έχει ήδη πραγματευθεί μοναδικά ο Φίλιπ Ροθ στην «Ταπείνωση». Να συμπληρώσω εδώ πως και έτερο διήγημα εμπνέεται καθοριστικά από αλλού, χωρίς όμως να φαίνεται πως προσθέτει κάτι στο θέμα. Το «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χιονιάς» πλησιάζει πολύ τη σχεδόν ομότιτλη νοτιοκορεάτικη ταινία του Κιμ Κι Ντουκ όχι μόνο ως προς το τίτλο, αλλά και ως προς το θέμα με εμφανείς αναλογίες. Αλλά αν έχει κανείς δει το αριστουργηματικό αυτό κινηματογραφικό έργο, το ενδιαφέρον του για το διήγημα αυτομάτως μειώνεται.

Η διαφορά αυτής της τελευταίας ιστορίας με τις υπόλοιπες του βιβλίου είναι το γαλήνιο και αισιόδοξο τέλος. Εδώ πράγματι το κεντρικό πρόσωπο δεν ακροβατεί ανάμεσα στην αυτοαναφορικότητα και την παράνοια, εδώ πράγματι φιλοσοφεί και για αυτό βρίσκει ουσιαστική διέξοδο στο πρόβλημα που το ταλανίζει και μας πείθει. Θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσα απόπειρα αν δεν υπήρχε ο Κιμ Κι Ντουκ…
Καταλήγοντας, «Τα άγρια περιστέρια» είναι η φιλότιμη προσπάθεια μιας συγγραφέως που οπωσδήποτε ξέρει να γράφει-κι αυτό είναι ανακουφιστικό-, αλλά η θεματολογία της και η τροπή των ιστοριών της κάνουν το βιβλίο της να απέχει από αυτό που θα αποκαλούσαμε πραγματικά καλό. Τα επόμενα δείγματα γραφής της ίσως καταφέρουν να ανατρέψουν αυτήν την εντύπωση.

Σχολιάστε