Περί κριτικής των κριτικών

Πάει καιρός που έχω να αποτυπώσω τις όποιες σκέψεις μου για κάποιο βιβλίο. Πολύ απέχουν να ονομαστούν κριτικές, ωστόσο χάριν ευκολίας, ας το αποκαλούμε έτσι. Ο λόγος δεν είναι βέβαια ότι σταμάτησα να διαβάζω, ίσα-ίσα το αντίθετο. Μετά όμως από καμιά δεκαπενταριά απόπειρες καταγραφής των όποιων εντυπώσεων μου για κάποιο ανάγνωσμα, αναπόφευκτα άρχισα να προβληματίζομαι για τη χρησιμότητα όχι μόνον των δικών μου ελάχιστων εντελώς ερασιτεχνικών και μάλλον διαισθητικών κριτικών, όσο για τη χρήση και αναγκαιότητα της κριτικής εν γένει και κυρίως της επαγγελματικής.

Το πρώτο πράγμα που μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ανεπιφύλακτα υπέρμαχος του σπορ, είναι πως μια κριτική βοηθά τον αναγνώστη να επιλέξει μέσα από τις πλείστες εκδόσεις που κατακλύζουν -έστω και μειωμένα τα τελευταία χρόνια λόγω κρίσης- την αγορά. Ένας οδηγός λοιπόν. Πόσο αντικειμενικός; Και ακόμα παραπέρα τι σημαίνει αντικειμενικότητα στην πρόσληψη ενός κειμένου; (Η παραδοχή της υποκειμενικότητας από μόνη της –αν υποθέσουμε ότι δεν είναι κάποιο πυροτέχνημα πίσω από το οποίο καλύπτεται ο κριτικός- ισοδυναμεί κατά τη γνώμη μου με παραδοχή της αναξιοπιστίας της).

Ας υποθέσουμε εντέλει ότι η αξιοπιστία μιας κριτικής εξαρτάται εν πολλοίς από το αναγνωστικό υπόβαθρο του γράφοντος. Όσο περισσότερο έχει διαβάσει ο κριτικογράφος κι όσο πιο πολύ έχει βουτήξει στην ιστορία, ίσως και στη θεωρία της λογοτεχνίας, τόσο καλύτερη και πιο εμπεριστατωμένη η άποψή του. Στο σημείο αυτό πάντα μου έρχεται στο νου η περίπτωση ανθρώπων με άπειρες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που είναι σε θέση να εντυπωσιάσουν παρατάσσοντας τες περισσότερο ή λιγότερο έξυπνα, αλλά εντωμεταξύ η ουσία τους έχει ξεφύγει.

Σαν τον υπάλληλο σε φαρμακευτική που είναι σε θέση να επαναλάβει συχνά αυτολεξεί τις οδηγίες χρήσης ενός φαρμάκου, αλλά δεν γνωρίζει ακριβώς πώς χρησιμοποιείται και σε ποια περίσταση. Έτσι δεν απόρησα όταν διάβασα μια εξαιρετική μακροσκελή όσο και βαρετή κριτική καταξιωμένης κριτικού, που επέμενε εμμονικά στο ιστορικιστικό πλαίσιο του έργου ξεχνώντας εντωμεταξύ να μας μιλήσει για τη λογοτεχνική αξία αυτού που είχε διαβάσει. Η λογοτεχνία δεν είναι ιστορία. Φαίνεται απλό, αλλά να που τελικά αποδείχτηκε πως δεν είναι.

Και τότε τι είναι λογοτεχνία και με ποια κριτήρια μπορεί κάποιος να κρίνει; Πολύ απέχω από το να ισχυριστώ πως η άγνοια για την παραγωγή της λογοτεχνικής ροής όπως και για παλαιότερα έργα αποτελεί το κατάλληλο υπόβαθρο για να πατήσει μια κατά το δυνατόν αντικειμενική όσο και εύστοχη κριτική. Ωστόσο –ας μου συγχωρεθεί η περιπτωσιολογία- δεν μπορώ παρά να προβληματιστώ όταν ακούω αμόρφωτη γηραιά νοικοκυρά να μου λέει ότι ξενύχτησε για να απολαύσει για άλλη μια φορά κάποια ταινία του Ταρκόφσκι (εκείνου του Ρώσου, του πώς τον είπαμε παιδάκι μου;), τη στιγμή που σε αφιέρωμα στον Ταρκόφσκι στο Άλφαβιλ, αυστηρά για σκληροπυρηνικούς, κυρία και κύριος διαπληκτίζονται χυδαιότατα για μια θέση.

Η κριτική σκέψη απαιτείται για να γραφτεί μια κριτική, αναμφίβολα. Όσο αυτή βαθαίνει από την αναγνωστική εμπειρία του κριτικού, τόσο το καλύτερο. Αλλά να που δεν είναι σπάνιες οι φορές που πέφτω σε έγκριτες κριτικές εντελώς ρηχές και αποστασιοποιημένες από την ουσία της λογοτεχνίας και φαντάζομαι αυτό θα έχει συμβεί σε πολλούς ακόμα.

Και να ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα; Τι μπορεί να πει κανείς για κριτικές για το ίδιο βιβλίο, από καθιερωμένους και αποδεκτούς επαγγελματίες μάλιστα κριτικούς, που όμως λένε ακριβώς τα αντίθετα πράγματα; Γιατί πώς γίνεται, μολονότι και οι δυο αναμφίβολα καταρτισμένοι, να εξάγουν τόσο διαφορετικά συμπεράσματα για το ίδιο έργο; Ο ένας να το κατηγορεί για λόγου χάρη άκρατο μελοδραματισμό, ό άλλος να το επαινεί για τη βαθιά συγκίνηση που προξενεί. Ή κάποιος να μιλά για βαθιά ενσυνείδητο ανθρωπισμό των ηρώων και αλλού να διαβάζω για αβάσταχτη ηθικολογία. Και αυτά δεν είναι παρά τυχαία παραδείγματα, που όσο όμως διαβάζω συστηματικά κριτικές, τόσο πληθαίνουν.

Διερωτώμαι λοιπόν. Αν η μία από τις βασικές σκοπιμότητες της κριτικής είναι να βοηθήσει τον αναγνώστη να επιλέξει από την πληθώρα των βιβλίων που περιστοιχίζεται, τι να συμπεράνει αυτός ο δυστυχής αναγνώστης όταν βλέπει να κονταροχτυπιούνται τόσο διαμετρικά αντίθετες απόψεις; Για να μη μιλήσουμε για το συγγραφέα, που αν υποθέσουμε ότι έχει την καλή διάθεση να διδαχτεί από τις γνώσεις και την καθαρή κρίση των κριτικών, μάλλον πόνταρε και έχασε από τη σφοδρή υποκειμενικότητα των παρατηρήσεων τους.

Θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει πως μετά από κάποια σχετική τριβή με το χώρο ο αναγνώστης μπορεί να τσεκάρει τους κριτικούς και να επιλέξει να παρακολουθεί όσους εγκρίνει. Φυσικά πρέπει να έχει διαβάσει ο ίδιος πρώτα το κρινόμενο βιβλίο και να υποθέσουμε ότι έχει αρκετά ισχυρή άποψη ή έστω διαίσθηση για να αντισταθεί στα επικριτικά-ενίοτε και λίβελους- ή στα επιδοκιμαστικά –συχνά υπερβολικά ενθουσιώδη- λόγια των κριτικών. Μήπως εδώ, εκτός από τους χαρακτηρισμούς που εξαπολύουν οι κριτικοί, ένα μέτρο «ξεσκαρταρίσματός» τους είναι η ύπαρξη επιχειρηματολογίας που στηρίζει τις απόψεις τους; Διότι μια καλή κριτική μπορεί να είναι θετική ή αρνητική, αλλά πάντως αρκούντως εμπεριστατωμένη ή έστω πειστική. Μια κακή κριτική εξαντλείται στους χαρακτηρισμούς θετικούς ή αρνητικούς, αδιάφορο, αλλά αυτό μοιάζει με συνθηματολογία και όχι με κριτική.

Και τι σημαίνει κρίνω την ορθότητα της επιχειρηματολογίας –αν υποθέσουμε ότι αυτή υπάρχει- της εκάστοτε κριτικής; Ένας αναγνώστης για να μη χειραγωγηθεί από επιφανειακά επιχειρήματα (είτε αυτά στοχεύουν στη λογική, είτε στο συναίσθημα ή επικαλούνται την αυθεντία), πρέπει να διαθέτει αρκετά στέρεο υπόβαθρο. Μα, στην περίπτωση αυτή, γιατί να διαβάσει κριτικές; Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει το προφανές, για να αποκτήσει μια άλλη οπτική που πιθανώς θα εμπλουτίσει το βλέμμα του.

Σύμφωνοι, εξάλλου, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο απομονωτισμός οδηγεί σε μονοχνωτισμό, μια άλλη ματιά, κυρίως αν δεν ευθυγραμμίζεται με τη δική μας, είναι πάντα χρήσιμη. Πόσες όμως ώρες πρέπει να διαθέσει κανείς, για να ανακαλύψει αυτή την άλλη ματιά, εν προκειμένω του κριτικού; Στον ίδιο χρόνο φαντάζομαι, θα μπορούσε να είχε εμπλουτίσει τα διαβάσματά του με λογοτεχνία και όχι με δευτερογενή –κάποτε παρασιτικά- κείμενα που ασχολούνται με τη λογοτεχνία. Γιατί εδώ φτάνουμε και σε ένα άλλο φαινόμενο, όσοι οι συγγραφείς, άλλοι τόσοι και οι κριτικοί. Αν είναι κάτι να διαβάσω, αναρωτιέμαι μήπως είναι καλύτερα να διαβάσω λογοτεχνία -ή έστω λογοτεχνικές απόπειρες- παρά κείμενα που κρίνουν τη λογοτεχνία.

Επιπλέον δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω πως κάποιοι κριτικοί γράφουν καθ’ έξιν αρνητικές κριτικές με υπερβάλλοντα ζήλο και μάλιστα με επαναλαμβανόμενες εμμονές ως προς το τι θεωρούν λογοτεχνικό ατόπημα. Φαντάζομαι πως αν αυτό δεν οφείλεται σε στοιχείο του χαρακτήρα τους, πάντως έχει σε κάποιο βαθμό να κάνει με τον ντόρο που θα προξενήσουν και την πολυπόθητη αναγνωρισιμότητα ως κάποιου που τολμά να πει σταράτα την άποψή του. Μια έντεχνη μαχητικότητα που στοχεύει στην πρόκληση θορύβου. Διότι άλλο πράγμα διαφωνώ και διαφοροποιούμαι κι άλλο είμαι φύσει και θέσει αρνητικός βάζοντας ανενδοίαστα ταμπέλες σε ό,τι κρίνω βάσει των δικών μου αγκυλώσεων. Μια τέτοια στάση θολώνει το τοπίο κι όταν κάποιος πιο μετριοπαθής εκφράσει τον προβληματισμό του, ο υποψιασμένος και συστηματικός αναγνώστης της κριτικογραφίας τον αντιμετωπίζει με δυσπιστία. Βρε θες κι αυτός να έχει κάνει παντιέρα του την τάχα μου έξω από τα δόντια άποψη, για να κερδίσει έτσι εύκολα την εκτίμηση μου;

Οι προβληματισμοί μου για τη χρησιμότητα της κριτικής δεν εξαντλούνται εδώ. Ένα ακόμα που θα ήθελα να προσθέσω και αφορά στην…κριτική των κριτικών είναι ο λόγος τους. Ήδη έθιξα το σχοινοτενές ή άστοχο της εστίασής που παραμονεύει, ακόμα και την έλλειψη επιχειρηματολογίας ή την επίφαση επιχειρηματολογίας που το θεωρώ ακόμα χειρότερο. Εκείνο όμως που δύσκολα χωνεύεται είναι οι περίτεχνες διατυπώσεις και οι βαρύγδουπες λέξεις που δύσκολα αντέχουν σε έλεγχο των νοημάτων που υποτίθεται πως εκφέρουν.

Το συχνότερο ατόπημα σε τέτοιου είδους περιπτώσεις είναι οι αντιφάσεις. Οι περίπλοκες διατυπώσεις το έχουν δυστυχώς αυτό, να βάζει τρικλοποδιά ο γράφων στον ίδιο του τον εαυτό και λίγο μετά να ισχυρίζεται ακριβώς το αντίθετο. Ένα πρόχειρο παράδειγμα που επισήμανε κάποιος μάλλον σοβαρός κειμενογράφος, αναφερόμενος στο φαινόμενο: Από τη μία η χ συγκεκριμένη κριτική λέει με γλαφυρό μάλιστα τρόπο και εξαίσιο χειρισμό της γλώσσας ότι η ευτυχία και κυρίως το ηθικό χρέος επιτάσσουν στους ήρωες του κρινόμενου βιβλίου την απάρνηση της ηδονής, ενώ λίγο παρακάτω η ίδια κριτική ισχυρίζεται ότι ο ήρωας αδυνατεί να ανταποκριθεί στη βασικότερη επιταγή του, τη σεξουαλική. Τελικά απαρνήθηκε ο ήρωας ή δεν απαρνήθηκε τη σεξουαλική ηδονή; Τι επιτάσσει τι στον ήρωα;

Αναρωτιέμαι λοιπόν, αν θέλω να διαβάσω όμορφα λόγια, γιατί να διαβάσω μια κριτική κι όχι απευθείας ένα λογοτέχνημα; Η πρώτη ενίοτε στοχεύει να με μπουρδουκλώσει σε έναν κυκεώνα γλαφυρότητας και επίδειξης ευγλωττίας με πρόσχημα τον υποκειμενικό πάντα (για να μην ξεχνάμε τις ψεύτικες αποστάσεις ασφαλείας που λαμβάνουν από μόνοι τους ορισμένοι κριτικοί) κριτικό στοχασμό. Η λογοτεχνία από την άλλη, ποτέ δεν καλύφθηκε πίσω από κάτι άλλο, δηλώνει ευθαρσώς ότι είναι η τέχνη του λόγου. Καλού ή κακού είναι άλλο θέμα, πάντως είναι ειλικρινής ως προς τις προθέσεις της.

Το θέμα δεν εξαντλείται προφανώς εδώ. Οι ερασιτεχνικές παρουσιάσεις βιβλίων που μόλις άρχισε να επιχειρεί τούτο εδώ το ιστολόγιο, αλλά και κάθε ιστολόγιο, δεν ξεφεύγουν από τα μέτρα και τα σταθμά που ισχύουν για την επαγγελματική κριτική. Μια στάση λοιπόν θέλησα να κάνω, μια στάση για να δω προσωπικά, αν αξίζει τον κόπο ο όποιος χρόνος διαθέτω για να καταγράψω τις…κριτικές μου απόψεις για τα αναγνώσματά μου. Αν αξίζει τον κόπο και για ποιον τελικά. Αν αξίζει τον κόπο να διαβαστεί μια κριτική. Το ερώτημα είναι σίγουρα αφόρητα κοινότυπο, πολλές φορές έχει τεθεί πολύ πιο πλατιά και εμπεριστατωμένα. Πλην όμως άλλο είναι να το έχεις υπόψη σου θεωρητικά κι άλλο να το αντιμετωπίζεις από τη σκοπιά κάποιου που αποπειράθηκε να ψελλίσει κάποιες λίγες…κριτικές.

Μικρή παύση λοιπόν και λίγη περίσκεψη. Γιατί όσο εκτεθειμένος είναι ο συγγραφέας στην κριτική, άλλο τόσο είναι και οι κριτικοί για τις κριτικές τους.

11 σκέψεις σχετικά με το “Περί κριτικής των κριτικών

  1. Βιβλιοκοκκυγία,
    έθιξες πολλά θέματα, πολλά από τα οποία με βρίσκουν σύμφωνο, σε άλλα έχω μικρές ή μεγάλες διαφωνίες.
    Δεν μπορώ τώρα να σχολιάσω εκτενέστερα,
    αλλά κρατώ τον προβληματισμό-σου.
    Θα ήθελα ωστόσο, για να καταλάβω πληρέστερα τι εννοείς,
    ο ν ό μ α τ α.
    Για κάθε περίπτωση που αναφέρεις ένα δυο ονόματα συγκεκριμένων κριτικών,
    ώστε να γίνεις σαφής.
    Δεν νομίζω ότι ντρέπεσαι να κατονομάσεις καλές και κακές περιπτώσεις.
    Καλημέρα
    Πατριάρχης Φώτιος

    Μου αρέσει!

  2. Πατριάρχη Φώτιε,
    με όλο το σέβας, πάτε μου φαίνεται για λαυράκι, μόνο που πολύ φοβάμαι πως θα είναι μικρό. Κι αυτό επειδή ναι μεν δημοσιοποίησα κάποιες απόψεις, αλλά βασίστηκα σε πράγματα που τσίμπησα και με εντυπωσίασαν κι όχι σε συστηματική παρακολούθηση είτε της τρέχουσας κριτικής, είτε των χ κριτικών. Από δύο έως πέντε κριτικές για τον καθένα που αναφέρομαι, χώρια μια πλειάδα άλλων ονομάτων που δεν έχω διαβάσει καμιά κριτική τους, ή άλλων που ίσα που τους ξέρω ανά τα χρόνια ως ονόματα, δεν νομίζω ότι είναι αρκετά στοιχεία για να στηρίξω μέχρι τέλους την όποια άποψή μου έχει αρχίσει να σχηματοποιείται. Για να μην πω ότι θα το θεωρούσα κάπως άκομψο. Πιο πολύ έναν προβληματισμό θα ήθελα να εγείρω περί της αναγκαιότητας της κριτικής κι όχι να θίξω ονόματα. Και πάνω σε αυτόν θα περίμενα σχόλιο.
    Παρόλα αυτά εντελώς πρόχειρα σταχυολογώ και παραπέμπω σε πράγματα που μου ξένισαν ή έστω με προβλημάτισαν.
    Δείγμα τυπικής εύγλωττης κριτικής που φαίνεται να «κονταίνει» (υποψιάζομαι σε άλλες περιπτώσεις να μεγαλύνει) το βιβλίο μέχρι να χωράει στα στάνταρτς που εμμένει, εδώ (http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=29/01/2010&id=125672), όπως πολύ ωραία εξηγεί η δημοσίευση αυτή (στην οποία οδηγήθηκα επειδή απόρησα με κάποιες συγκεκριμένες κριτικές και κάτι δεν μου καθόταν καλά). Φρόντισα να το τσεκάρω με βιβλία που έχω διαβάσει και έχει αποφανθεί η συγκεκριμένη κριτικός. Καλοπροαίρετη φαντάζομαι, αλλά με στενή κατ’ εμέ οπτική γωνία, πόσο μάλλον που ανακάλυψα διαβάζοντας ότι το ίδιο κουσούρι που στον έναν κατηγορεί, στον άλλο το επαινεί. Οπότε για ποιο λόγο να επιμείνω αν βλέπω ότι οι προσεγγίσεις μας είναι τοσο διαφορετικές και επιπλέον αυτό που προφανώς εκείνη έχει ξεκάθαρο στο μυαλό της, εμένα μου φαίνεται μπερδεμένο και ελλιπές στην οπτική του;
    Θα μπορούσα να συνεχίσω, πολύ φοβάμαι όμως πως δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Αν σε κάτι πράγματι έχετε αντιρρήσεις, με χαρά θα το ακούσω γιατί την έχω καταβρεί να γράφω κριτικούλες, αλλά το τοπίο που μόλις έχω αρχίσει να αντιλαμβάνομαι μου φαντάζει σε πολλές περιπτώσεις κάπως και λυπάμαι το δυστυχή αναγνώστη που θα έρθει έστω και τυχαία αντιμέτωπος με μια ακόμα έστω κατ’ όνομα κριτική, που πιο πολύ τον αποπροσανατολίζει παρά τον διαφωτίζει. Μετά χαράς να μου ανατρέψει κάποιος τις υποψίες. Την καλημέρα μου.

    Μου αρέσει!

  3. Στο σχολιασμό σας έχετε υπόψη σας τα εξής:
    Α) Την προσωπική σχέση του κριτικού με τον κρινόμενο συγγραφέα.
    Β) Την προσωπική σχέση του κριτικού με τους εκδοτικούς οίκους.
    Γ) Την σχέση της εφημερίδας ή του περιοδικού που εργάζεται ο κριτικός με τους εκδοτικούς οίκους. Κατά συνέπεια, την εργοδοτική επιβολή γνώμης για το κρινόμενο έργο. Ο κριτικός, όσο φαίνεται παράξενο, δεν είναι ανεξάρτητος πνευματικά όταν δεν είναι οικονομικά αυτάρκης. Μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.
    Δ) Την επαγγελματική σχέση του κριτικού με μεγάλα βιβλιοπωλεία. Ο κριτικός μπορεί να είναι πλασιέ βιβλίων. Το στοκ των βιβλίων που μένει απούλητο στις αποθήκες πρέπει να απορροφηθεί από την αγορά.
    Ε) Την πνευματική συντεχνία όσων σχετίζονται με την παραγωγή βιβλίου: Συγγραφείς, εκδότες, περιοδικά, κριτικούς, βιβλιοπωλεία,. Φιλίες, παρέες, μετακινήσεις, αντιθέσεις, συγγένειες, γκομενιλίκια, κουτσομπολιά, συναδελφικά μαχαιρώματα, υποκρισία.

    Σας ασπάζομαι

    Μου αρέσει!

    • Όλα αναμενόμενα και μερικά από όσα λέτε ανθρώπινα, αν και το Δ δεν μπορούσα καν να το φανταστώ. Πολύ καθαρή η σκέψη σας.
      Ωστόσο πέρα από την όποια διαπλοκή (αν και όπου υφίσταται, γιατί δεν μπορώ να δεχτώ πως δεν υπάρχουν ειλικρινείς και σοβαροί στο χώρο, έστω και όπως σε όλους τους χώρους σχετικά λιγότεροι απ’ όσους δεν κατάφεραν να αντισταθούν στα όποια μικροσυμφέροντα), στο ποστ μου θεώρησα δεδομένη την ειλικρίνεια και την καλή πρόθεση.
      Εν μέρει βέβαια πολλά από όσα δεν μου αρέσουν, πιθανότατα να εξηγούνται από τους λόγους που αναφέρατε. Έστω όμως ότι δεν είναι έτσι. Χρειάζονται τελικά οι κριτικές και αν ναι μήπως η μονομέρεια, τα μισοδιαβασμένα βιβλία, η ειρωνεία και η σφοδρότητα κάποτε, η επιτηδευμένη γλώσσα που δεν λέει τίποτα ή ελάχιστα και μύρια άλλα που σε πολλές περιπτώσεις εντοπίζω, την καθιστούν ακόμα και επιζήμια για τον αναγνώστη που αγνοεί τα παιγνίδια του χώρου και απλώς θέλει να διαλέξει ένα βιβλίο; Την καλησπέρα μου

      Μου αρέσει!

  4. Χρήσιμη η προσπάθεια αξιολόγησης της κριτικής που επιχειρείς. Θίγω λοιπόν μερικά σημεία:
    1. «Η παραδοχή της υποκειμενικότητας από μόνη της –αν υποθέσουμε ότι δεν είναι κάποιο πυροτέχνημα πίσω από το οποίο καλύπτεται ο κριτικός- ισοδυναμεί κατά τη γνώμη μου με παραδοχή της αναξιοπιστίας της». Όσο κι αν η φιλολογία θα ήθελε αντικειμενικά (δηλ. θετικιστικά) κριτήρια αποτίμησης ενός βιβλίου, η τέχνη προσλαμβάνεται ποικιλοτρόπως και η υποκειμενικότητα είναι αναπόφευκτη και εν μέρει ωφέλιμη. Εκεί που ίσως θα πρέπει να περιοριστεί είναι μέσω της προσπάθειας να εξηγηθεί η όποια υποκειμενικότητα με γραπτά επιχειρήματα [το γράφεις κι εσύ προς το τέλος της ανάρτησής-σου]
    2. Η πολυμάθεια του κριτικού βοηθά, αλλά θέλει και ένστικτο, κριτική οξύτητα και προσπάθεια ερμηνείας.
    3. Η κριτική δεν είναι περιγραφή, είναι εμβάθυνση.
    4. [Συνέχεια του 1ου] «Τι μπορεί να πει κανείς για κριτικές για το ίδιο βιβλίο, από καθιερωμένους και αποδεκτούς επαγγελματίες μάλιστα κριτικούς, που όμως λένε ακριβώς τα αντίθετα πράγματα; Γιατί πώς γίνεται, μολονότι και οι δυο αναμφίβολα καταρτισμένοι, να εξάγουν τόσο διαφορετικά συμπεράσματα για το ίδιο έργο;». Είναι πολύ λογικό και αναμενόμενο: ένα έργο τέχνης είναι πολύσημο και η συνταγή-του δεν ερεθίζει το ίδιο κάθε κριτικό. Ο αναγνώστης κλίνει με βάση τα επιχειρήματα εκάστου ή με βάση τις δικές-του εκλεκτικές συγγένειες.
    5. Γι’ αυτό δεν δέχομαι ως πρωταρχικό σκοπό της κριτικής την ενημέρωση. Είναι κι αυτό αλλά πιο πολύ να βοηθήσει τον αναγνώστη να σκεφτεί προκαταβολικά αλλά και εκ των υστέρων.
    6. Παράλληλα με τη λογοτεχνία, η κριτική και τα μπλογκς πλαισιώνουν έναν διάλογο με τον αναγνώστη. Η λογοτεχνία μόνη της είναι καράβι χωρίς λιμάνια.
    7. Συμφωνώ πως η κριτική δεν μπορεί να είναι επίδειξη, λέξεων ή γνώσεων.
    8. Εμείς οι ιστολόγοι γράφουμε γνώμες, όχι κριτικές, αλλά ισχύουν πολλά από όσα συζητάμε και για μας.
    Πατριάρχης Φώτιος

    Μου αρέσει!

    • Δεν θα διαφωνήσω επί της ουσίας μαζί σας, πόσο μάλλον που λέμε πάνω κάτω τα ίδια, μόνο που εσείς τα θέσατε ξεκάθαρα και με αρίθμηση.
      Στο πέντε ίσως να έχετε δίκιο, αλλά για να βοηθήσει η κριτική θα πρέπει να υπάρχουν πολλές προϋποθέσεις, πράγμα -νομίζω- δύσκολο.
      Στο 6 επιτρέψτε μου, μπορεί πράγματι οι κριτικοί και οι γνώμες των μπλόγκερς να ανοίγουν έναν διάλογο με το βιβλίο, αλλά η πρόσληψη ενός λογοτεχνικού έργου είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση και παρά τις όποιες ομαδοποιήσεις, η λογοτεχνία θα πρέπει να περάσει από τόσα λιμάνια όσοι είναι και οι αναγνώστες.
      Παρόλα αυτά οι καλοπροαίρετες γνώμες και κριτικές, θετικές και αρνητικές, επειδή φυσικά δεν γίνεται να εκπροσωπήσουν ένα προς έναν τους αναγνώστες, καλό θα ήταν να μην επιχειρούν καπέλωμα. Θα μου πείτε, ας είχε ο αναγνώστης το νου του. Και θα έχετε δίκιο. Καλημέρα

      Μου αρέσει!

  5. Αγαπητή Βιβλιοκοκκυγία,
    μεστός ο λόγος και ο προβληματισμός σας και ενδιαφέροντα τα σχόλια.
    «Αποκαλυπτικά», για κάθε προσεκτικό και συστηματικό παρατηρητή, αυτά
    του Πατριάρχη Φωτίου, ουσιαστικά και ξεκάθαρα τα υπόλοιπα και χαίρομαι που δεν έχω κάτι να προσθέσω σε όσα είπε ο Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες.
    Μια επισήμανση μόνο:
    Τόσο περίεργο, όντως, δεν είναι το γεγονός των εντελώς διαφορετικών απόψεων για το ίδιο κείμενο (στη βάση της πραγματικότητας του σχολίου του Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες -τα λοιπά υψιπετή επιχειρήματα είναι πλέον για τους σανοδίαιτους) είναι χυδαίο όμως το φαινόμενο να εκφέρει δύο αντίθετες απόψεις, για το ίδιο κείμενο, το ίδιο άτομο με διαφορετικό κάθε φορά πρόσωπο.
    Για το αν η κριτική μπορεί να αποβεί έως και επιζήμια, νομίζω ότι ισχύει ότι και στο μάρκετινγκ όλων των καταναλωτικών προϊόντων. Πόση περισσότερη ζημιά μπορεί να πάθει απ’ αυτήν που ήδη έχει στο κεφάλι της π.χ αναγνώστρια του τύπου » αχ χρυσέ μου μπλόγκερ, η παρουσίαση που έκανες συντάραξε τα μέσα μου και τρέχω να αγοράσω το βιβλίο».
    Όμως, μέσα στο ομιχλώδες (για να το πω ευγενικά) τοπίο της σάρας της μάρας και του κακού συναπαντήματος που φέρονται ως κριτικοί, δεν ξέρω αν έχει καν νόημα αυτή η συζήτηση.
    Τελικά, και παραφράζοντας, κάθε αναγνώστης έχει τα αναγνώσματα που του αξίζουν. Όσον αφορά στα βιβλία και στις κριτικές τους.
    Άλλος επιθυμεί να επικοινωνήσει τρόπον τινά και «να αποκτήσει μια άλλη οπτική που πιθανώς θα εμπλουτίσει το βλέμμα του» και άλλος θα αφεθεί στον υπερφίαλο και ιδιαζόντως ύποπτο επιτήδειο που στοχεύει στο «να βοηθήσει τον αναγνώστη να σκεφτεί προκαταβολικά αλλά και εκ των υστέρων».

    Καλό σας απόγευμα.

    Μου αρέσει!

    • Αγαπητή Ρόζα,
      (μισό λεπτό να συνέλθω από το σοκ για την τιμή της επίσκεψης…πέρα από την απόπειρα χιούμορ, το εννοώ)
      Δύο βασικά νέα θέματα εγείρετε, διόλου ευκαταφρόνητα. Το ένα αφορά στους «σανοδίαιτους» και το άλλο σε σοβαρή παράβαση της δεοντολογίας, όταν κάποιος διατυπώνει για το ίδιο βιβλίο διαφορετικές απόψεις ανάλογα σε ποιον απευθύνεται και -φαντάζομαι εννοείτε- ανάλογα με την περσόνα και το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί.

      Για τους σανοδίαιτους λοιπόν να πω πρώτα, αν και φαίνεται να είναι ήσσονος σημασίας.
      Δεν υπάρχουν σανοδίαιτοι. Υπάρχουν απλώς κάποιοι που επιλέγουν να μην βλέπουν παντού θεωρίες συνομωσίας, ξέροντας βεβαίως ότι ασφαλώς υπάρχουν «συνομώτες», αλλά εμμένοντας πεισματικά ότι δεν είναι όλοι. Πείτε το πολυτέλεια της αφέλειας.

      Για το άλλο θέμα της διπλής γνώμης. Σε πρώτη άποψη είναι κατάπτυστο, ναι, αλλά σε δεύτερη ελλοχεύει ο Φερνάντο Πεσόα:

      «Καλύτεροι και ευτυχέστεροι όσοι, αναγνωρίζοντας ότι όλα είναι μια επινόηση, φτιάχνουν το μυθιστόρημά τους πριν τους το φτιάξουν άλλοι και, όπως ο Μακιαβέλι, φορούν την ενδυμασία του αυλικού για να γράψουν καλύτερα στα κρυφά». (από το Βιβλίο της Ανησυχίας)

      Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι έχουμε κάποιον του χώρου που εκφράζει την άποψή του επώνυμα, αλλά δεν θέλει να διαταράξει τις σχέσεις του με τους λοιπούς για τους λόγους που τόσο αναλυτικά παρέταξε Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες. Ή ακόμα επειδή έχει μια αίσθηση κοινωνικής ευπρέπειας και δεν θέλει να εφορμήσει ως ταύρος σε υαλοπωλείο. Και πλήττει. Πλήττει αφόρητα. Και αναρωτιέται τι δουλειά έχει σε αυτό το επινοημένο σύμπαν και πού είναι ο ίδιος. Την ενδυμασία του αυλικού τη φορά ήδη και όντας εγκλωβισμένος για άπειρους λόγους δεν μπορεί ή δε θέλει (πάλι για άπειρους λόγους) να τη βγάλει. Φαντάζει διέξοδος το να επινοήσει τον εαυτό του στα κρυφά.

      Μακιαβελικό; Αναμφίβολα. Ήταν χυδαίος ο Μακιαβέλι; Ήταν. Ήταν γοητευτικός; Ναι.

      Το θέμα είναι αν ξέρει ποια από τις δύο γνώμες του, η φανερή ή η κρυφή, ισχύει τελικά για τον ίδιο. Το θέμα είναι πόσο είναι ειλικρινής με τον ίδιο του τον εαυτό. Οι υπόλοιποι παριστάνουμε τους σανοδίαιτους γιατί σεβόμαστε και τον Πεσόα και το Μακιαβέλι, ακόμα κι αν δεν είμαστε τέτοιοι.

      Την καλημέρα μου

      ΥΣ Αναρωτιέμαι αν ο Μακιαβέλι μπήκε ποτέ από μόνος του στον πειρασμό να αποκαλυφθεί.

      Μου αρέσει!

  6. Αγαπητή Βιβλιοκοκκυγία,
    αλίμονο σε όσους δεν έχουν την αίσθηση του χιούμορ 🙂
    Η ευγένειά σας, η ψύχραιμη αλλά καθόλου ψυχρή ματιά σας, η γωνία απ’ όπου κοιτάτε τα κείμενα, η επιλογή και παλαιών τίτλων που ανασύρετε από τα ράφια της βιβλιοθήκης σας και η καλή σας προαίρεση απέναντί μου, μαζί με τις συγκυρίες, με έφεραν εδώ.
    Ωστόσο, η ηρεμία που αποπνέει ο χώρος σας, η ατμοσφαιρική μεταφορά (με το τελευταίο σας σχόλιο) σε καιρούς που φαντάζουν μαγικοί και η αποψινή μου διάθεση, με αποτρέπουν από το να αναφερθώ στα σημεία όπου διαφωνώ κάθετα μαζί σας. Ας ξεχαστούμε για λίγο.
    Ας διαβάσουμε, ας νοσταλγήσουμε, ας ονειρευτούμε, ας γράψουμε… αφήνοντας τον Μακιαβέλι στο επέκεινα και τους μακιαβελικούς στην ταραχή τους…

    Σας εύχομαι,
    με τα καλύτερα συναισθήματα,
    ένα όμορφο βράδυ.

    Μου αρέσει!

    • Αγαπητή Ρόζα,
      κατανοώ ασφαλώς τις διαφωνίες σας, νομίζω, χωρίς να χρειάζεται να τις διατυπώσετε. Θυμηθείτε, για κάποιους η πολυτέλεια της συνειδητής αφέλειας είναι όντως μαγική. Δεν ξέρω για πόσο θα διαρκέσει. Αλλά προς το παρόν αφήνομαι να την απολαύσω.
      Καλό σας βράδυ
      (όπερ μεθερμηνεύεται: ουφ, ο άμαχος πληθυσμός τη γλίτωσε απόψε από τις οβίδες που πέφτουνε γύρω. Μόνον απόψε και μόνον όσο διατηρεί την αθωότητά του. Αν είναι αθώος.)

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε