Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες, Ηλίας Παπαμόσχος, Κίχλη 2015

thumbnail
Παπαμόσχο δεν έχω ξαναδιαβάσει ώστε να είμαι σε θέση να διακρίνω μια εξελικτική ή λιγότερο εξελικτική πορεία στο έργο του. Αυτό είναι το πέμπτο του βιβλίο. Ωστόσο πέρα από συγκρίσεις με προγενέστερα έργα, πέρα κι από το όνομα του οποιουδήποτε συγγραφέα που κουβαλάει μία κάποια στάμπα, σκέφτομαι πως το προτιμότερο όλων είναι να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο στα τυφλά, καλύπτοντας (θεωρητικά τουλάχιστον) το όνομα, αρνούμενος να δει ακόμα και τη φωτογραφία, το βιογραφικό ή την εργογραφία στο αυτί του εξώφυλλου ή σε αναζητήσεις στο διαδίκτυο. Κι ακόμα περισσότερο αγνοώντας πριν το διαβάσει, τις κριτικές (επαγγελματιών ή ερασιτεχνών), όπως και τον εκδοτικό οίκο ή το εξώφυλλο που αναπόφευκτα κι αυτά με τη σειρά τους προκαταβάλλουν τον αναγνώστη. Ένα κείμενο πρέπει -για να μην πω επιβάλλεται- να μιλάει από μόνο του δίχως άλλους θορύβους. Μόνο τότε θα φανεί η όποια αξία του: από την απροκατάληπτη συνομιλία που θα έχει μαζί του ο αναγνώστης. Τότε γιατί υπάρχει αυτό εδώ το ερασιτεχνικό ιστολόγιο που αποπειράται να πει τη γνώμη του για κάποια από τα λογοτεχνήματα που διαβάζει ο διαχειριστής του;
Με δυο λόγια η απάντηση -μιας και το θέμα του ποστ εξακολουθεί παρά τα φαινόμενα να είναι «Η Αλεπού της σκάλας»- :
πρώτον επειδή οι όποιες απόπειρες καταγραφής των εντυπώσεων διευκολύνουν αυτόν τον ίδιο τον αναγνώστη του στην καλύτερη κατανόηση. Μπροστά σε μια κόλλα χαρτί μπαίνουν οι σκέψεις αναγκαστικά σε σειρά.
Δεύτερον γιατί οι σκέψεις αυτές ίσως φανούν χρήσιμες σε κάποιον που έχει ήδη διαβάσει το βιβλίο και έχει ήδη προλάβει να σχηματίσει τη δική του γνώμη χωρίς να καπελωθεί. Και όταν λέω «χρήσιμες», εννοώ πως μπορεί να του δώσουν μια διάσταση που δεν είχε αντιληφθεί.
Για το «Η Αλεπού της σκάλας» τώρα δίχως άλλες παρεκβάσεις (που εξάλλου θα μπορούσαν να αποτελέσουν το θέμα μιας ξεχωριστής ανάρτησης).

Τα μικρά διηγήματα της συλλογής, που λίγο ακόμα και θα μπορούσε κάποιος να τα χαρακτηρίσει μικρή φόρμα, τα έχω διαβάσει αρκετές βδομάδες νωρίτερα, αλλά προτίμησα να αφήσω ένα διάστημα να περάσει πριν καταγράψω τις εντυπώσεις μου, ώστε αυτές να καταλαγιάσουν και να δω τι έμεινε.

Η πρώτη διαπίστωση όσον αφορά στη θεματολογία του, είναι πως δεν μου έμεινε τίποτα με την έννοια τουλάχιστον ότι αδυνατούσα να θυμηθώ ένα κάποιο επεισόδιο εκτός από αυτό που έχει δώσει τον τίτλο του στο βιβλίο και αναπόφευκτα εξαιτίας αυτού το πρόσεξα περισσότερο. Πρόκειται βεβαίως για χαμηλόφωνα στιγμιότυπα της καθημερινότητας κυρίως της επαρχίας, για μικρά, πολύ συχνά εντελώς κοινότυπα πράγματα.

Εμφανώς τα κείμενα δεν ποντάρουν στο ξεχωριστό και ιδιαίτερο που τραβάει την προσοχή, με άλλα λόγια στο εξαιρετικό, αλλά στο λίγο, κάποιες φορές ακόμα και ελάχιστο. Ένα ελάχιστο που φιλοδοξεί να ανασυρθεί από την ασημαντότητά του λόγω της ιδιαίτερης και ευαίσθητης οπτικής που αντιμετωπίζεται. Μια ταριχευμένη αλεπού, ένας διωγμένος σκύλος, λιβελούλες που ερωτοτροπούν, ένα πληγωμένο πουλί αποτελούν μεταξύ άλλων πιο «αστικών» θεμάτων, κεντρικά μοτίβα. Για την ακρίβεια δεν είναι το κυνήγι και τα πλείστα ζώα το θέμα αυτό καθ’ εαυτό, αλλά το συναίσθημα και οι περαιτέρω σκέψεις που αυτά γεννούν στον συγγραφέα.

Καμία αντίρρηση έως εδώ. Εξάλλου και η εποχή μας φαντάζει εσωστρεφής και ενδοσκοπική, και ίσως και να είναι. Διαφορετικά, αν ο δημιουργός ασχοληθεί με κάπως πιο μεγαλεπήβολα θέματα, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ρετρό. Αλλά από το σημείο αυτό έως την αχλή που καλύπτει το «Η αλεπού στη σκάλα» υπάρχει μια απόσταση
.
Για παράδειγμα ο Σκαμπαρδώνης στο πρόσφατο «Νοέμβριος» κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον Παπαμόσχο, αλλά οι μικρές του λεπτομέρειες (των εξίσου μικρών του διηγημάτων) φωτίζονται με τόση ευκρίνεια και ένταση, που, παρόλο που έχει περάσει πολύς καιρός που τις διάβασα, τις θυμάμαι όλες μία προς μία. Και μάλιστα σε ανύποπτες στιγμές. Ομολογώ πως οι ιστορίες του Παπαμόσχου είναι αρκετά διεισδυτικές και τρυφερές, κάποτε αρκούντως άγριες για να μη χαρακτηριστούν υποτονικές. Δεν είναι του πεταμού. Ίσα ίσα είναι αξιοπρόσεκτες, γι’ αυτό κάνω τον κόπο να καταγράψω εδώ τις εντυπώσεις μου.
Ο πλάγιος φωτισμός τους είναι θεσπέσιος. Προφανώς μιλάμε για ευαίσθητη πένα που αντιλαμβάνεται τους υποδόριους κραδασμούς. Είναι όμως αρκετό αυτό, αν μιλάμε για πραγματικές απαιτήσεις; Δεν ξέρω αν θα κάνω τον κόπο να καταλάβω για ποιο λόγο θυμάμαι τόσο έντονα τα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη (για να μιλήσω μόνο για σύγχρονους νεοέλληνες), αλλά έχω μια γενική και θολή εικόνα για αυτά του Παπαμόσχου. Μα να μη μου έχει μείνει στο μυαλό λίγες βδομάδες μετά ούτε ένα παρά τον καλόγουστο και εντός εποχής υποφωτισμό τους;

Πιθανώς να συνέτεινε και το μετέωρο ύφος του. Για την ακρίβεια ούτε αυτό, όσο τα μότο με στίχους του Αναγνωστάκη που εμφανίζονται σε κανά δυο μικρές φόρμες. Εξηγούμαι πρώτα απ’ όλα ως προς το μετέωρο: η γραφή του δίχως ξόμπλια, ακριβής και καθαρή. Τουλάχιστον στην αρχή. Έως εδώ καλά. Κάλλιστα. Στη συνέχεια παρεισφρέουν στοιχεία κακώς εννοούμενης ποιητικότητας που θολώνουν το ύφος του και αφήνουν ενεό τον αναγνώστη. Δεν είναι κακή η εναλλαγή κοφτών πεζών φράσεων με εμβόλιμα ποιητικά στοιχεία, όπου τουλάχιστον αυτά απαιτούνται για να μας μεταγγίσει ο συγγραφέας την ιδιαίτερη συναισθηματική ή πνευματική κατάσταση. Μόνο που τα ποιητικά κομμάτια –και ως τέτοια εννοώ όσα έχουν ρυθμό-, φαντάζουν φορτωμένα με πολλά επίθετα και καλολογικά στοιχεία, για να μην μιλήσουμε για τις παρομοιώσεις. Αγνοώ αν έχω επηρεαστεί από τον Αναγνωστάκη που εννοούσε την ποίηση λιτή δίχως ίχνος βαρύτιμα στολίδια και μεταφορές ή σήμερα από τον Χάρη Βλαβιανό που μεταφέρει ύψιστη συγκίνηση δίχως κανένα συναισθηματισμό επιθέτων και καλολογικών. Αλλά η αναφορά σε στίχους του Αναγνωστάκη από κάποιον που γράφει σαν την Κική Δημουλά (ασχέτως αν ενίοτε εκτιμώ και την ποίηση της Δημουλά), με ξένισε.
Παράδειγμα:
Μου είπες: οι αναμνήσεις είναι η ζωή. (Μανόλης Αναγνωστάκης, ΥΓ.)

Χαμένα μες στα πλουμιστά κλαριά είναι τα κοτσύφια την άνοιξη, του χειμώνα τα ρόδια μαύρα σιωπηλά μπαλσαμωμένα κοτσύφια το δείλι. (Παπαμόσχος σ. 40)

Αναγνωστάκης: 0 κοσμητικά επίθετα
Παπαμόσχος: 4 κοσμητικά επίθετα

Απλώς η τέτοιου είδους ποιητικότητα που σταδιακά αυξάνεται στο «Η αλεπού της σκάλας» όσο προχωράνε οι σελίδες, με κούρασε. Αφενός γιατί τη βλέπω κάπως παρωχημένη ή έστω υπερβολική, αφετέρου επειδή θα προτιμούσα μια πιο ξεκάθαρη όσο και ευανάγνωστη χρήση της ποίησης, γιατί όχι ακόμα και με τη μορφή στίχων, όπου το πράγμα παραγίνεται «ποιητικό». Ίσως έτσι να το αντιμετώπιζα πιο θετικά.

Στα ίδια αποσπάσματα δε όσον αφορά στις περιγραφές της φύσης:
Αναγνωστάκης: 0 κλασικές περιγραφές της φύσης
Παπαμόσχος: κλαριά, κοτσύφια, άνοιξη, χειμώνας, ρόδια
Θα μπορούσε ασφαλώς κάποιος να ανιχνεύσει παπαδιαμαντικές επιρροές στον Παπαμόσχο, που σε πολλά από τα διηγήματά του η φύση αποκτά χαρακτήρα καθοριστικό. Καθόλου κακό ή αταίριαστο αυτό. Μόνον που οι ενίοτε βαρυφορτωμένες περιγραφές της φύσης δεν μου πέρασαν προσωπικά τουλάχιστον εικόνες ικανές να με αγγίξουν συναισθηματικά.

Και τώρα που κατέγραψα τις βασικές κρίσεις μου για το εν λόγω βιβλίο, θα αποπειραθώ να διαβάσω τις όποιες κριτικές έχουν ήδη γραφεί. Εύχομαι να προσθέσουν κάτι στην ματιά μου ή ακόμα και να την αλλάξουν.

Γκιακ, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Αντίποδες 2014

giagk
Εννιά διηγήματα σε 120 σελίδες με ενιαίο θέμα και πανομοιότυπη δομή όσο και ύφος-τρόπο ανάπτυξης. Εννιά Αρβανίτες αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο κάποιο περιστατικό που κατά κανόνα έθιξε την τιμή τους και δεν βρήκαν δικαίωση παρά όταν επέστρεψαν από το μικρασιατικό μέτωπο. Ψευδομαρτυρίες λοιπόν-μιας και ο συγγραφέας δεν αναφέρει πουθενά στο βιβλίο του αν πρόκειται για αληθινές ιστορίες-, όπου όλοι οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές εκτός από την κοινή καταγωγή είναι και απλοί άνθρωποι του χωριού.

Αυτό έχει ως συνέπεια να μην διαφοροποιείται ούτε γλωσσικά ούτε υφολογικά κανένα από τα διηγήματα εδραιώνοντας την πεποίθηση του αναγνώστη πως πρόκειται για έναν χαρακτήρα: ο μέσος λαϊκός Αρβανίτης που σκέφτεται, μιλά, δρα, αντιδρά με έναν προδιαγεγραμμένο και σαφώς καθορισμένο τρόπο εξαιτίας της φυλετικής καταγωγής, της εποχής, του τόπου, του φύλου και των κοινωνικών στερεοτύπων που τον περιβάλλουν. Πιθανότατα να ξεχωρίζει κάπως λόγω της ομοφυλοφιλίας του ένας εκ των κλώνων. Ομοίως διαφοροποιείται η «Παραλογή», μια κεντρικά τοποθετημένη παραλογή, που όσο κι αν είναι γοητευτική, απορώ ποια η χρησιμότητά της πέρα από το να υπογραμμίζει τη λαϊκή παράδοση.

Έτσι, ενώ ενθουσιάστηκα από το πρώτο διήγημα, το δεύτερο δεν είχε να μου προσφέρει παρά μια παραλλαγή άνευ ιδιαίτερων διακυμάνσεων. Προς το τέλος δε, νομίζω πως δεν ήμουν σε θέση να διακρίνω ποιος είναι ποιος, τόσο που ξέχασα και τις ιστορίες τους. Κάτι σαν τη Μέριλιν του Γουόρχολ σε πολλά διαφορετικά χρώματα. Πιθανότατα να μην ήμουν τόσο αυστηρή αν δεν μου είχαν δημιουργηθεί τόσες προσδοκίες εξαιτίας της μεγάλης προώθησης του βιβλίου (όποια πέτρα σήκωνες, έβλεπες από κάτω το Γκιακ) και των πολυπληθών όσο και σε γενικές γραμμές ενθουσιωδών κριτικών.
Για να επανέλθω, σε μια συλλογή διηγημάτων το ενιαίο θέμα είναι οπωσδήποτε αναγκαίο προσόν, αλλά όχι εις βάρος της πολυχρωμίας. Διαφορετικά ο αναγνώστης κουράζεται από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο και από το γεγονός ότι κάτι ελάχιστα νέο έχει να πάρει από την ανάγνωση του επόμενου στη σειρά διηγήματος. Μια συλλογή διηγημάτων πρέπει να κάνει τη σκέψη να προχωράει, να θέτει νέα ερωτήματα, νέες πτυχές του θέματος, να εκπλήσσει, να πλάθει διαφορετικούς χαρακτήρες που διαφοροποιούνται και γλωσσικά και με άλλους τρόπους, να σε πηγαίνει παρακάτω, να σου ανοίγει έναν άλλον κόσμο, όχι τον ίδιο κάθε φορά. Διότι το υφολογικό στίγμα όχι μόνον-αν ο λογοτέχνης είναι ικανός- δεν χάνεται έτσι, αλλά απεναντίας τονώνεται, γιατί αποδεικνύει ότι ξέρει να ελίσσεται, υποταγμένο αλλά εμφανές, στις απαιτήσεις των πολυσχιδών χαρακτήρων. Ένα αίσθημα στασιμότητας λοιπόν, να το βασικό αρνητικό αυτού του βιβλίου.

Ο Παπαμάρκος είχε δημοσιεύσει, καθώς διαβάζουμε στο τέλος, κάθε ένα από τα διηγήματα του Γκιακ σε ποικίλα λογοτεχνικά περιοδικά. Σε αυτήν την περίπτωση, κάθε διήγημα μεμονωμένα λειτουργεί και μάλιστα θαυμάσια. Ίσως να μην ήταν πολύ καλή ιδέα να τα συγκεντρώσει όλα μαζί σε συλλογή. Εξάλλου δεν ήταν αυτή η αρχική τους χρήση και σκοπιμότητα, και αυτό είναι εμφανές.

Ποια η βασική αρετή του Γκιακ; Ούτε η γλώσσα-παρότι την απόλαυσα για τη γλαφυρότητα και την ευστοχία της. Εξάλλου είναι άκρως κατάλληλη για προφορική μαρτυρία. Ούτε η ηθογραφία-ενδιαφέρον αλλά ξεπερασμένο το ηθογραφικό στοιχείο και η εμμονή σε αυτό. Ούτε το θέμα της βεντέτας και της εκδίκησης αυτό καθ’ εαυτό, γνωστό εξάλλου λίγο πολύ. Πολύ περισσότερο, προσόν του έργου δεν είναι ούτε οι αγριότητες του ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, που ξεσκεπάζονται για πρώτη φορά κατά μία κριτική –του Χρίστου Παπαγεωργίου στο diastiho.gr, αν θυμάμαι καλά-. Δεν νομίζω ότι χρειαζόταν ο Παπαμάρκος για να αντιληφθεί αυτήν την ιστορική πραγματικότητα το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται. Τίποτα από αυτά λοιπόν δεν είναι τρομερό.

Το πραγματικά ενδιαφέρον βρίσκεται στην ιδιότυπη ειρωνεία του: Όλοι σχεδόν οι ήρωές του στην μικροκοινωνία που εντάσσονται, την αυστηρά οριοθετημένη από το εθιμικό δίκαιο, κόπτονται για κάποια κατάφωρη αδικία που υπέστησαν. Κάποια βαριά προσβολή, όπως για παράδειγμα ο φόνος και βιασμός της αδελφής, ή η αθέτηση του αρραβώνα και οι δολοπλοκίες για να βγει από τη μέση ο υποψήφιος γαμπρός. Το αίμα τους οι παθόντες το παίρνουν πίσω όχι άμεσα, αλλά αφού επιστρέψουν από τη Μικρά Ασία. Εκεί-και εδώ έγκειται το ενδιαφέρον- διαπράττουν αγριότητες αντίστοιχες με αυτές που υπέστησαν ή και πιο βαριές χωρίς καν να τους περνάει από το μυαλό-και σε αυτό επιμένει ο συγγραφές να φανεί ξεκάθαρα-ότι επαναλαμβάνουν και μάλιστα κατ’ έθος την ατιμία που υπέστησαν. Ο κώδικας τιμής τους και οι αξίες τους είναι καθοριστικά στον μικρόκοσμο του χωριού τους, αλλά μόλις απομακρύνονται από αυτό παύει να ισχύει. Είναι ελεύθεροι και νομιμοποιούνται να γίνουν οι θύτες. Σκοτώνουν, βιάζουν, προσβάλλουν, ασεβούν με κάθε τρόπο.

Ο ήρωας-θύμα μετατρέπεται σε θύτη, αλλά αυτή η θητεία του στην άλλη πλευρά, με αφορμή την έξοδο του από το μικρό χωριό του λόγω πολέμου, δεν φαίνεται να τον κάνει σοφότερο και για αυτό πιο μαλακό. Δεν διδάχθηκε τίποτα. Αποκλεισμένος δια παντός στα στενά κοινωνικά πλαίσιά του με στεγανά και παρωπίδες που τον κάνουν να φαίνεται και να είναι απλώς απομονωμένος και εξ αυτού καταδικασμένος στη βιαιότητά του. Σε έναν νόμο αίματος που έχει να κάνει με τις προσβολές προς αδελφές, γονιούς και βλάμηδες, έναν συγγενικό δηλαδή κύκλο. Η εσωστρέφεια της αρβανίτικης κοινωνίας υπογραμμίζεται με αυτόν τον τρόπο έντονα. Το γκιακ δεν είναι κάποιος θεσμός αυτοδικίας που αποκαθιστά την τάξη. Είναι ένας θεσμός που αφορά μια ομάδα ανθρώπων, τα μέλη της οποίας όταν βρίσκονται έξω από αυτήν δεν έχουν κανένα πρόβλημα να διαπράξουν τις ηθικές ασχήμιες, που θέλουν να αποκαταστήσουν ως παθόντες.

Ο βιασμός και φόνος μιας Τουρκάλας από συγχωριανό του στην πρώτη ιστορία, τη «Ντο τ’α πρες κοτσσίδετε», είναι παντελώς αδιάφορα στον αφηγητή-η ευαισθησία του εξαντλείται στο να μην προβεί και ο ίδιος σε ανάλογη πράξη εις μνήμην της βιασθείσας και φονευθείσας αδελφής του. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό της άποψης που παρουσιάζεται παραπάνω, είναι το διήγημα «Σα βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί». Ο μπάρμπα-Κώτσος περιγράφεται στην αρχή ως ωραίος άντρας, ωραίος στο φέρσιμο, λεβέντης, πάντα με το χαμόγελο, το καλαμπούρι και κουβαρντάς. Αφηγείται ποικίλες βιαιοπραγίες που διέπραξε στο παρελθόν στο μικρασιατικό μέτωπο, σαν παράσημα ανδρείας, με αποκορύφωμα αυτήν του φόνου του χότζα. Το διήγημα τελειώνει:
«Τον ρώτησα τότες. Του λέω έτσι να τον πειράξω, ρε μπάρμπα-Κώτσο, όλο για αυτά μιλάς. Τόσο πολύ σου λείπουνε; Τόσο τα λαχταράς; Έσκυψε και μου λέει: Πιο κι από γυναίκα».
Κατά τα άλλα ο μπάρμπα-Κώτσος ήταν «ωραίος άντρας». «Ωραίος στο φέρσιμο». Αυτό, νομίζω, είναι και το καλύτερο διήγημα της συλλογής από την άποψη ότι συμπυκνώνει την ειρωνεία για τις αντιφάσεις της αρβανίτικης κοινωνίας, το μεγαλύτερο θετικό του Γκιακ.

Αίμα δύο ταχυτήτων λοιπόν. Αίμα νερωμένο, αίμα σάπιο, αίμα υστερόβουλο και απλοϊκό στον πρωτογονισμό του. Αίμα δίχως μπέσα, αίμα μπαμπέσικο. Το ζώο που μυρίζεται το αίμα των άλλων και το χύνει όποτε του δίνεται η ευκαιρία, αλλά διεκδικεί και προστατεύει με περισσή αψάδα το δικό του. Ο άνθρωπος κοντά στο ζώο. Ο πολιτισμός του ένα πρόσχημα για να κρύψει τα ζωώδη του ένστικτα. Ο παλαιός Αρβανίτης που δεν ντρέπεται να παρουσιάσει σε όλο του το μεγαλείο τον πόθο του ανθρώπινου είδους για το αίμα του αλλουνού.

Δεν ξέρω ποιες ήταν οι προθέσεις του συγγραφέα. Αγνοώ τι είχε κατά νου να περάσει στον αναγνώστη και ίσως δεν χρειάζεται να μάθω. Αν ένας συγγραφέας χρειάζεται να εξηγήσει το βιβλίο του, έχει αποτύχει. Αν πάντως η βασική (γιατί υπάρχουν και άλλες δευτερεύουσες κατά εμέ) γραμμή του Γκιακ είναι αυτή, τότε ίσως κατάφερε να πει κάτι σημαντικό που δεν θα ξεχαστεί την επόμενη μέρα.

Τα άγρια περιστέρια, Νίκη Αναστασέα, Καστανιώτης (2014)

Διαβάζοντας τα έξι διηγήματα της Αναστασέα υπό τον τίτλο «Τα άγρια περιστέρια», είχα την αίσθηση μιας σοβαρής προσπάθειας που δεν αφήνει τον αναγνώστη να εγκαταλείψει την ανάγνωσή του. Ωστόσο η συγγραφέας υποπίπτει σε ορισμένες κοινοτυπίες που δεν αφήνουν το βιβλίο να απογειωθεί όσο θα μπορούσε. Εκτός από αυτό, παρά τους επιδέξιους λογοτεχνικά χειρισμούς της, η θεματολογία της είναι περιορισμένη στα καθ’ ημάς και κυρίως στην παθογένειά μας -όπως εξάλλου και η πλειονότητα της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής-, πράγμα που καθιστά το βιβλίο ένα ακόμα στη σειρά, παρά τον μάλλον άρτιο από πλευράς τεχνικής τρόπο που έχει γραφτεί. Σίγουρα μιλάμε για λογοτεχνία. Είναι όμως αυτό αρκετό;
Οι ιστορίες της εστιάζουν στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση ορισμένων μεμονωμένων περιπτώσεων. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να μιλήσει για ψυχογραφήματα ανθρώπων της ελληνικής κοινωνίας που αντιμετωπίζουν το εστιασμένο και ατομικό τους πρόβλημα με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο.
Στην πρώτη ιστορία η μάνα ενός ναρκομανούς αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο εν είδει λίγο πολύ ημερολογίου μία κατάσταση πλήρους αποξένωσης και από τον εαυτό της και από τα μέλη της οικογενείας της, ώσπου νομιμοποιεί τον εαυτό της να πάρει για πρώτη φορά πρωτοβουλία που αφορά όχι στη δική της ζωή, αλλά σε αυτή του γιου της. Για την ακρίβεια αφορά στο θάνατό του. Η γυναίκα πράττει ό,τι πράττει από συμπόνια για το παιδί της. Τα δε…αγαθά της κίνητρα αμφισβητούνται από το περιβάλλον της, αλλά και η ίδια δεν κάνει τον κόπο να τα εξηγήσει, παρά μόνο στο ημερολόγιο το οποίο διαβάζουμε εμείς.
Ένας ηλικιωμένος σύζυγος στο δεύτερο διήγημα παίζει θέατρο για χάρη τής συμβίας του που αδυνατεί να ξεπεράσει το χαμό της κόρης τους, και προσποιείται μαζί της ότι αυτή ζει. Ενδιαφέρον δίπολο που αποδίδεται ως θεατρικό κείμενο με συνεχείς στιχομυθίες και λίγες σκηνικές οδηγίες.
Στη συνέχεια μια γυναίκα που έχει περάσει την πρώτη νεότητα ερωτεύεται μετανάστη, ο οποίος την απωθεί κι εκείνη για εκδίκηση τον διαβάλλει.
Ένας άλλος σύζυγος δολοφονεί τη γυναίκα του, η οποία αρνούμενη το διακοσμητικό ρόλο που αυτός της επιβάλλει, παραμελεί τον εαυτό της αποδομώντας πλήρως την εικόνα της και εκδικούμενη έτσι τον άντρα της.
Στον «Μεταξωτό φανοστάτη» μια μεσήλικη ηθοποιός ταυτίζεται αίφνης με το ρόλο της και ωριμάζει όψιμα καταφέρνοντας επιτέλους να αποδώσει βάθος στις υποκριτικές της ικανότητες.
Τέλος δυο γυναίκες χτίζουν τη ζωή τους πάνω στη φροντίδα ενός προβληματικού παιδιού. Όταν η μία-η μάνα-σπάει τα σιωπηρά δεσμά και αποχωρεί από το σχήμα με το παντρευτεί και να ξαναφτιάξει τη ζωή της, η άλλη-θεία του παιδιού-από το συναίσθημα της προδοσίας που αρχικά βιώνει, περνάει στην ηθική της συγχώρεσης με μια ταυτόχρονη θεώρηση του τέλους ως κάτι αναπόφευκτο που οι άνθρωποι είναι πολύ μικροί για να μην το αποδεχτούν γαλήνια. «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χιονιάς» ο τίτλος του τελευταίου αυτού διηγήματος που είναι και το μόνο της συλλογής που αποπνέει μια κάποια ελπίδα σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, στα οποία οι ήρωες μένουν εγκλωβισμένοι σε νοσηρές καταστάσεις που τις ξεπερνούν με εξίσου νοσηρούς τρόπους.
Τα πρόσωπα της Αναστασέα βιώνουν δυσκολίες που τις αντιμετωπίζουν όλοι ανεξαιρέτως εντελώς μόνοι δημιουργώντας έναν δεύτερο παράλληλο κόσμο στον οποίο έχουν «πειράξει» τους κανόνες. Φτιάχνουν δηλαδή μία φούσκα στα μέτρα τους στην οποία κλείνονται και θεώνται την πραγματικότητα από εκεί μέσα, ως κάτι που δεν τους αφορά πια, αφού βρήκαν μόνοι, ολομόναχοι την τεχνητή λύση, ακόμα κι όταν αυτή είναι ακραία. Οι χαρακτήρες της από αδυναμία επικοινωνίας, μοναξιά ή εγωισμό, αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και οι λύσεις που δίνουν δεν αποτελούν διέξοδο, αλλά στατική επαναδιαπραγμάτευση αυτής της πραγματικότητας με τους δικούς τους πλέον όρους που αγνοούν παντελώς τους άλλους.
Έτσι η μάνα σκοτώνει το ναρκομανή γιο της με τη δικαιολογία ότι μεριμνά να προστατεύσει πάνω του «Κάτι που αξίζει να σωθεί». Βεβαίως αυτό που μένει στον αναγνώστη είναι ότι μέσα στην απομόνωσή της, επινοεί μία έξοδο, τα κίνητρα της οποίας είναι ακατανόητα για τους υπολοίπους που ούτως ή άλλως δεν ενδιαφέρονται να τα τα καταλάβουν. Της αρκεί που η ίδια νιώθει ότι έπραξε το καθήκον της, ανασύροντας από μέσα της μια πρωτόγνωρη για αυτήν δύναμη που την…καθαγιάζει στα ίδια της τα μάτια.
Και τα υπόλοιπα διηγήματα της Αναστασέα είναι αντίστοιχες περιπτώσεις. Παρουσιάζουν χαρακτήρες κατ’ επίφαση δυνατούς που τολμούν να πράξουν έξω από τα παραδεκτά όρια (ή σε κάποιες από τις ιστορίες απλώς έξω από τα αναμενόμενα). Πλην όμως δεν είναι παρά άνθρωποι που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο κεκαλυμμένος εγωισμός και η ψυχοπαθογένειά τους δεν είναι παρά μια πορεία προς την αυτογνωσία. Δεν γνωρίζω αν κάτι τέτοιο είχε κατά νου να περάσει στον αναγνώστη η συγγραφέας, πάντως αυτό ήταν που εξέλαβα. Ως εκ τούτου οι ήρωές της μου φάνηκαν ναι μεν αρκούντως καλοχτισμένοι-αν μιλάμε για παραπλανημένους ανθρώπους που ονομάζουν τον εγκλωβισμό τους διέξοδο-, αλλά κάπως καρικατούρες, μιας και δεν επινοούν λύσεις που στοιχειωδώς λαμβάνουν υπόψη τους γύρω τους. Σηκώνουν μόνοι τους το σταυρό τους και παραπαίουν στον μικρόκοσμό τους.
Εξαίρεση θα μπορούσε να είναι το «Μεταξωτός φανοστάτης», ωστόσο το θέμα του ηθοποιού που φτάνει στο ύψιστο σημείο της καριέρας του μέσα από την στενή ταύτιση της ζωής του με το ρόλο του, το έχει ήδη πραγματευθεί μοναδικά ο Φίλιπ Ροθ στην «Ταπείνωση». Να συμπληρώσω εδώ πως και έτερο διήγημα εμπνέεται καθοριστικά από αλλού, χωρίς όμως να φαίνεται πως προσθέτει κάτι στο θέμα. Το «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χιονιάς» πλησιάζει πολύ τη σχεδόν ομότιτλη νοτιοκορεάτικη ταινία του Κιμ Κι Ντουκ όχι μόνο ως προς το τίτλο, αλλά και ως προς το θέμα με εμφανείς αναλογίες. Αλλά αν έχει κανείς δει το αριστουργηματικό αυτό κινηματογραφικό έργο, το ενδιαφέρον του για το διήγημα αυτομάτως μειώνεται.

Η διαφορά αυτής της τελευταίας ιστορίας με τις υπόλοιπες του βιβλίου είναι το γαλήνιο και αισιόδοξο τέλος. Εδώ πράγματι το κεντρικό πρόσωπο δεν ακροβατεί ανάμεσα στην αυτοαναφορικότητα και την παράνοια, εδώ πράγματι φιλοσοφεί και για αυτό βρίσκει ουσιαστική διέξοδο στο πρόβλημα που το ταλανίζει και μας πείθει. Θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσα απόπειρα αν δεν υπήρχε ο Κιμ Κι Ντουκ…
Καταλήγοντας, «Τα άγρια περιστέρια» είναι η φιλότιμη προσπάθεια μιας συγγραφέως που οπωσδήποτε ξέρει να γράφει-κι αυτό είναι ανακουφιστικό-, αλλά η θεματολογία της και η τροπή των ιστοριών της κάνουν το βιβλίο της να απέχει από αυτό που θα αποκαλούσαμε πραγματικά καλό. Τα επόμενα δείγματα γραφής της ίσως καταφέρουν να ανατρέψουν αυτήν την εντύπωση.