Η παθογένεια της ελληνικής οικογένειας: «Το βιβλίο της Κατερίνας» (Κορτώ) και «Μάρτυς μου ο θεός» (Τσίτας)

Έχω την εντύπωση ότι τον τελευταίο καιρό κάνουν ολοένα και πιο αισθητή την παρουσία τους λογοτεχνικά αναγνώσματα που ανατέμνουν την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας και δια μέσου αυτής κατ’ επέκταση την παθογένεια ολόκληρης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Οπωσδήποτε η περίοδος της κρίσης που διάγουμε, ευνόησε αυτή τη θεματολογία. Είναι εύκολο κανείς να υποθέσει-και ισχύει έως ένα βαθμό-ότι δεν φταίνε μόνον η κακοδιαχείριση, οι πελατειακές σχέσεις και ο νεποτισμός, φταίει και η νοσηρότητα του βασικού αυτού κυττάρου της κοινωνίας μας. Η ανατομία της παθογένειας της ελληνικής οικογένειας έχει οπωσδήποτε τη θέση της στο λογοτεχνικό μας στερέωμα. Ωστόσο η σχεδόν εμμονική εστίαση πολλών συγγραφέων σε αυτήν, τούτη τη συγκεκριμένη περίοδο της οικονομικής και θεσμικής κατάπτωσης της χώρας, είναι ένας έμμεσος τρόπος να μιλήσει κανείς για την κρίση εκμεταλλευόμενός την και όχι ερμηνεύοντάς την. Να μιλήσει δυστυχώς `μονόπλευρα και γενικευτικά και για αυτό παραπλανητικά.

index
«Το βιβλίο της Κατερίνας» του Αύγουστου Κορτώ (εκδ. Πατάκη, 2013) αποτελεί ένα τέτοιο δείγμα. Από πλευράς λογοτεχνικής αξίας αυτής καθ’εαυτής είναι σίγουρα αξιοσημείωτο από την άποψη τουλάχιστον του ρέοντος λόγου, της συγκίνησης, των κορυφώσεων κ.τ.λ. Αν μη τι άλλο δεν διακόπτει εύκολα κανείς την ανάγνωσή του, πράγμα από μόνο του σπουδαίο. Το να μην είναι ένα βιβλίο βαρετό είναι ισχυρό πλεονέκτημα. Αλλά. Υπάρχει ένα αλλά. Ασχολείται με τη διαδρομή μιας οικογένειας, ακριβέστερα περιγράφει ο συγγραφέας το οικογενειακό του δέντρο μέχρι να φτάσει στον εαυτό του με κεντρικό πρόσωπο από ένα σημείο και πέρα τη μητέρα του Κατερίνα. Επιχειρεί εν μέρει να διαγνώσει τα αποτελέσματα των συμπεριφορών των μελών της γενιάς του πάνω του και παράλληλα να διακρίνει το δικό του μερίδιο ευθύνης.
Έως εδώ καλά. Πλην όμως επιχειρείται ένα ξέσκισμα, οι χαρακτήρες τρώνε πρώτα τις σάρκες τις δικές τους και μετά των άλλων καθιστώντας εαυτούς συνυπεύθυνους για μια παρακμιακή κατάσταση που αγγίζει τα όρια του νοσηρού. Όχι τόσο νοσηρού για να το χαρακτηρίσει ο αναγνώστης αποκύημα της φαντασίας ή ακραία περίπτωση, αρκετά όμως για να εντυπωσιαστεί και να υποπέσει σε γενικεύσεις σε σχέση με την ελληνική οικογένεια. Εύκολα από εκεί και πέρα καταλήγει πως η περίφημη κρίση δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα πολλών παρόμοιων καταστάσεων. Ξαφνικά λοιπόν η παθογένεια γίνεται λόγω της χρονικής συγκυρίας που εκδόθηκε το βιβλίο, η «παθογένειά μας».
Αμφιβάλλω αν το ίδιο ανάγνωσμα θα είχε τόσο ευρεία απήχηση στο αναγνωστικό κοινό σε άλλες περιόδους. Τότε θα εκλαμβανόταν πιθανώς ως ένα σύνηθες αυτοαναφορικό και ομφαλοσκοπικό μυθιστόρημα, βεβαίως γραμμένο με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Ο Κορτώ είναι οπωσδήποτε ταλαντούχος. Ξέρει να γράφει και να συγκινεί, όπως και να κινεί ή να ανακινεί το ενδιαφέρον και ομολογώ πως αυτό είναι ήδη σημαντικό και πολύ. Ωστόσο το θέμα δεν είναι αυτό. Θα ανήκε στα ευπώλητα αν δεν εκδιδόταν σε καιρούς κρίσης; Πιθανότατα, μιας και εκτός από την εξαιρετική γραφή του, περιέχει ένα κομμάτι της ζωής του συγγραφέα και πολύς κόσμος διεγείρεται να κοιτάει από την κλειδαρότρυπα. Πολύ απέχω από το να ισχυριστώ πως το εν λόγω βιβλίο είναι ένα ιδιαιτέρως αναβαθμισμένο πρωινάδικο, αλλά ομολογώ ότι βρήκα ενοχλητική την ευθεία δήλωση περί αυτοβιογραφικών στοιχείων, που χρησιμεύουν σε μια στημένη αποδόμηση, ώστε να λάμψει εξαγνισμένος στο τέλος ο συγγραφέας εξαιτίας της περισσής γενναιότητάς του για προσωπικές ομολογίες.
Ξαναγυρνώντας στο θέμα μου, προς τι ένα βιβλίο όσο καλογραμμένο κι αν είναι για την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας σε μια τέτοια χρονική συγκυρία; Διότι και ο Γιάννης Ξανθούλης είχε βγάλει «Το πεθαμένο λικέρ» πριν πολλά χρόνια με αντίστοιχη θεματολογία-αν και στο βιβλίο εκείνου παρήλαυναν πολλά περισσότερα στοιχεία ιστορικοπολιτικά, όπως και στο πρόσφατο «Νίκη» του Χωμενίδη-. Μάλιστα διακρίνω συνάφεια εκτός από τη θεματολογία και στο ύφος του Ξανθούλη και του Κορτώ, μόνο που ο πρώτος προκάλεσε τότε σχετική αίσθηση και με την επιλογή του θέματος και το ύφος του, ενώ ο δεύτερος από αυτήν την άποψη δεν μοιάζει να πρωτοτυπεί ιδιαίτερα, και το σημαντικότερο, είναι μάλλον άτυχος-δε θα φτάσω να πω ύποπτος- ο χρόνος έκδοσης του περίφημου βιβλίου της Κατερίνας… Ο Κορτώ δίνει ξεκάθαρα την εντύπωση ότι δεν ενδιαφέρεται για τη συγκεκριμένη περίοδο που διάγουμε, ούτε να εντάξει το έργο του στην ελληνική πραγματικότητα από την οποία εκπορεύεται για αυτό κι εκείνη τον προδίδει, τον αφήνει μετέωρο και τον κάνει να φαντάζει κοινότυπος.

Amartysmouotheos

Σε παρόμοιο ατόπημα πέφτει και ο Μάκης Τσίτας με το έργο του «Μάρτυς μου ο θεός». Μια περιπτωσιολογία αφελούς που μένει άνεργος και εντέλει άστεγος. Σταδιακά εκτός από την αφέλειά του και τις αφόρητα στερεοτυπικές του αντιλήψεις αποκαλύπτεται το κακό οικογενειακό του υπόβαθρο που κατά πως φαίνεται τον οδήγησε από αναλγησία και παθογόνες καταστάσεις να γίνει αυτό που έγινε. Ένα έκπτωτο τίποτα. Παρά τους επιτυχημένους τραγέλαφους και τα κωμικά στοιχεία που αφειδώς παρελαύνουν στο κείμενο, η επίγευση δηλώνει παρακμιακή οικογένεια και τελικά μια παρακμιακή άρρωστη Ελλάδα που δικαίως πάσχει, αν ο μέσος όρος είναι ένας Χρυσοβαλάντης.
Δεν φαντάζομαι ότι αυτή ήταν η πρόθεση του Τσίτα. Πολύ φοβάμαι όμως πως αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το έργο κρίνεται αυτό καθ’ εαυτό ασχέτως των προθέσεων του δημιουργού. Επιπλέον βραβεύτηκε με το Ευρωπαικό Βραβείο Λογοτεχνίας, πράγμα που σημαίνει πως θα μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες και θα βγει εκτός συνόρων. Σε μια τέτοια στιγμή λοιπόν, ο ευρωπαίος θα θεωρεί ότι όλοι οι Έλληνες λίγο-πολύ είμαστε…Χρυσοβαλάντηδες κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει κάποιο άλλο αντίβαρο που να αποδεικνύει πως δεν είμαστε όλοι αγαθιάρηδες και με ένοχο παρελθόν, ούτε ρατσιστές, σεξιστές και δε συμμαζεύεται. Άλλο ένα βιβλίο λοιπόν που αναδεικνύει την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας, αλλά ατυχώς την κάνει εξαιρετικά άστοχα να φαντάζει κανόνας.
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει κι άλλα παραδείγματα, ίσως λιγότερο τρανταχτά ή έστω λιγότερο ηχηρά ονόματα. Ένα πάντως είναι το σίγουρο: Τα περί παθογένειας της δύσμοιρης ελληνικής οικογένειας που μπήκε στο στόχαστρο, είτε είναι ομφαλοσκοπικά και αυτοαναφορικά, είτε όχι, καλύτερα να εκλείψουν από τη νεοελληνική λογοτεχνία. Ίσως θα έπρεπε οι ελληνικές πένες να πάνε λίγο παραπέρα, να δυσκολευτούν και να τριφτούν με μια πιο ευρεία πραγματικότητα και πιο εξωστρεφή. Κρίμα τόσο ταλαντούχοι συγγραφείς να πέφτουν στην παγίδα της κοινοτοπίας και της ευκολίας. Εξάλλου υπάρχει και αναγνωστικό κοινό που ζητάει κάτι παραπάνω. Το έργο τους μακροπρόθεσμα δεν θα πήγαινε χαμένο.