Πόλεμος και πόλεμος, Λάσλο Κρασναχορκάι, Πόλις 2015

195958
Το «Πόλεμος και πόλεμος» που γράφτηκε το 1999 και εκδόθηκε στη χώρα μας με δεκάξι χρόνια καθυστέρηση, αποδεικνύεται εν έτει 2015 εξαιρετικά επίκαιρο ως προς τα ερωτήματα και τις καταστάσεις που θέτει. Ελπίζω να μην επαληθευτούν στην επερχόμενη πραγματικότητα και οι απαντήσεις που δίνει ο συγγραφέας του.

Εν συντομία η πλοκή: Ο Γκέορκι Κόριμ, ασήμαντος αρχειοφύλακας σε μια ουγγρική επαρχία, ανακαλύπτει ανυπόγραφο χειρόγραφο, η ανάγνωση του οποίου του αλλάζει τη ζωή. Νιώθοντας ότι το κεφάλι του κινδυνεύει να αποκοπεί από το σώμα του, εγκαταλείπει την έως εκείνη στιγμή ζωή του στην πόλη που ζούσε και με το χειρόγραφο ανά χείρας φτάνει μετά από πάμπολλες δυσκολίες στη Νέα Υόρκη, την οποία θεωρεί κέντρο του κόσμου. Εκεί έχει αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή του, όχι όμως προτού μεριμνήσει να περάσει στην αιωνιότητα μέσω του διαδικτύου η χειρόγραφη ιστορία.

Σταδιακά ο Κόριμ αφηγείται την περίφημη αυτή ιστορία του χειρογράφου που αφορά στην πορεία τεσσάρων ανδρών σε διάφορες χρονικές περιόδους με σκοπό τους να ανακαλύψουν την ειρήνη. Από τη Μινωική Κρήτη έως το σημείο που αποπλέουν τα καράβια του Κολόμβου για να ανακαλύψουν το Νέο Κόσμο, με μερικούς ενδιάμεσους σταθμούς, παντού οι τέσσερεις αυτοί άνθρωποι βλέπουν μπροστά τους τον Μάστεμαν που χαρακτηρίζεται ως άγγελος θανάτου και προπομπός του πολέμου.

Πουθενά δεν μπορούν να βρουν καταφύγιο. Ό,τι οι άνθρωποι χτίζουν, εκείνος αργά ή γρήγορα το καταστρέφει. Την ίδια αγωνιώδη πορεία αναζήτησης έχει και ο Κόριμ. Τελικά ανακαλύπτει ότι η Νέα Υόρκη, το πολυπόθητο κέντρο του κόσμου είναι μία εκδοχή της Βαβέλ και ότι ο άνθρωπος ως άλλος Νεμρώδ μπορεί να εξουσιάζει τα πάντα εκτός από το δημιούργημά του. Συνεπώς και αυτή, όπως και οι σταθμοί των τεσσάρων ηρώων του χειρογράφου, θα καταστραφεί. Αναζητώντας καταφύγιο επιστρέφει στην Ευρώπη, για να καταλήξει σε ένα χωριό της Ελβετίας στην εμμονική αναζήτησή του για ένα έργο τέχνης που βρίσκεται σε κάποιο μουσείο. Εκεί δίνει τέλος στη ζωή του.
Η πλοκή πολύ λίγα αποκαλύπτει για τους επιδέξιους όσο και σχοινοτενείς χειρισμούς του συγγραφέα. Το βιβλίο βρίθει από θαυμάσιες επιμέρους σκηνές που αναπτύσσονται σε εξαιρετικό βάθος είτε από την οπτική του κεντρικού ήρωα, του Κόριμ είτε σε μικρότερο βαθμό από την σκοπιά των πάμπολλων προσώπων που συναντά στη διαδρομή του. Κατά κανόνα ο ήρωας μονολογεί εξαναγκάζοντας τους ανθρώπους που έρχεται σε επαφή να τον ακούσουν. Σταδιακά τα εμβόλιμα αυτά πρόσωπα από εντελώς αδιάφορα που στέκουν, αρχίζουν να επηρεάζονται από τις διηγήσεις του και τα λόγια του με αποκορύφωμα τον υπάλληλο του μουσείου στην Ελβετία που τον δικαιώνει για τις απεγνωσμένες προσπάθειες επικοινωνίας του και το είδος της σκέψης του αναρτώντας εις μνήμην του μια επιτύμβια στήλη στον τόπο της αυτοκτονίας του.

Έτσι όταν ο Κόριμ περιαυτολογεί ή αναλύει τις καταστάσεις που έχει βιώσει στους κατά κανόνα βουβούς ή στην καλύτερη περίπτωση αποστασιοποιημένους ακροατές του, ένας μικρός θησαυρός κρύβεται στα λόγια του. Άπειρες βαθιά φιλοσοφημένες σκέψεις για την Έξοδο, την Ομορφιά, τη Γνώση, τη Μάζα, τη Βία, την Αιωνιότητα, το Τέλος, μια ατελείωτη σειρά βασικών θεμάτων που διασπείρονται σε όλη την έκταση του βιβλίου και από μόνα τους αποτελούν μια ολοκληρωμένη σύμπραξη της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας.

Αν σε αυτά προσθέσει κανείς την διήγηση της ιστορίας του χειρογράφου και τις απόψεις που φέρονται να διατυπώνουν οι τέσσερις ήρωές του, τότε έχει μπροστά του μια εποποιία της σκέψης. Ένα τεράστιο υλικό που δύσκολα είναι χειρίσιμο από τον αναγνώστη, όχι τόσο εξαιτίας της ιδιομορφίας της γλώσσας του Ούγγρου συγγραφέα, όσο εξαιτίας των πάμπολλων θεμάτων που προσφέρονται προς διερεύνηση και κατανόηση. Σίγουρα μία ανάγνωση δεν είναι αρκετή για ένα τέτοιο βιβλίο.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό είναι η χρήση της γλώσσας. Εξαιρετικά μακροπερίοδος λόγος-τελεία μπαίνει μετά από αρκετές σελίδες. Ένας λόγος όμως εύληπτος σχετικά με συνεχείς επαναλήψεις, που επιτρέπουν στον αναγνώστη να κατανοεί κάθε φορά κλιμακωτά μια επιπλέον στοιβάδα του θέματος που αναπτύσσεται.

Ο αναγνώστης με αυτόν τον τρόπο τίθεται στη θέση του Σίσυφου, ο οποίος ξεκινά από την αρχή να κουβαλά το βάρος της γνώσης, κατά τι όμως αυξημένο κάθε φορά. Κι όταν κάποτε φτάνει στην κορυφή, είναι τόσο το άχθος, που τα πόδια του βουλιάζουν και μένει εκεί, δεν κατρακυλά. Φτάνει στην κορυφή μόνο και μόνο για να πεθάνει δίχως καν την ελπίδα για μια νέα εξ αρχής προσπάθεια. Ο δε Κόριμ, όπως και οι ήρωες του χειρογράφου στο ταξίδι τους στο χρόνο βρίσκονται ακριβώς στην ίδια αυτή θέση του ιδιότυπου Σισύφου με τον αναγνώστη: Παντού πόλεμος, η ομορφιά πάσης φύσεως καταστρέφεται κάθε φορά από την αναγκαστική πτώση. Μοναδική ελπίδα η Δημιουργία (η Τέχνη μάλλον καταλαμβάνει μεγάλο μερίδιο), η ύψιστη έκφανση της οποίας είναι η θέαση και αποδοχή του αναπόφευκτου. Κέρδος δεν είναι -δεν μπορεί να είναι- η αναίρεση του Χάους. Ο Σίσυφος είναι εξ ορισμού καταδικασμένος.

Ο Κρασναχορκάι όμως τον πηγαίνει λίγο παραπέρα: στο σημείο όπου τα πόδια του βουλιάζουν στην κορυφή από τη συνειδητοποίηση του άχθους του αδιεξόδου και του Ερέβους, αλλά αυτό ακριβώς είναι που τον εμποδίζει να κατρακυλήσει πάλι στον πάτο. Αυτός εξάλλου είναι κατά μία έννοια ο σκοπός της τέχνης εν γένει, να μας δείξει πώς να αντικρίσουμε το Χάος δίχως να δειλιάσουμε και να κλείσουμε τα μάτια. Ίσως για αυτό ο Κόριμ επιλέγει να αυτοκτονήσει σε ένα μουσείο που στεγάζει κάποιο έργο τέχνης, το οποίο, αν και ποθεί ολόψυχα να δει πριν τερματίσει τη ζωή του, δεν τα καταφέρνει. Η Τέχνη, όπως πάντα μια πόρτα ανοιχτή, που μας αφήνει μονάχα να κρυφοκοιτάξουμε, ποτέ να εισέλθουμε.

Και το χειρότερο είναι πως ο Σίσυφος εξ αρχής γνώριζε το ουτοπικό των προσπαθειών του. Το βιβλίο δεν τελειώνει με την αυτοκτονία του Κόριμ. Τελειώνει με μια αριστουργηματική σκηνή από το παρελθόν του, πριν ξεβολευτεί από τη ζωή του στην πατρίδα του, όπου πυροβολεί το χέρι του. Το χέρι που γράφει. Το χέρι του συγγραφέα. Ο Κρασναχορκάι ξέρει εξ αρχής όχι μόνον το μάταιο της πορείας του ήρωά του, αλλά και το μάταιο της γραφής. Και ωστόσο γράφει. Γιατί ο Σίσυφος είναι ο Σίσυφος.

Ο Ούγγρος συγγραφέας λοιπόν, όπως τον αντιλήφθηκα, πέτυχε μια αγαστή σύμπλευση μορφής και περιεχομένου. Η γλώσσα του απολύτως συνεπής με το θέμα του. Ο ψυχαναγκασμός για συνέχιση της πορείας είναι παράλληλος με τον ψυχαναγκασμό που επιβάλλουν οι συνεχείς επαναλήψεις και ο υπερβολικά μακροπερίοδος λόγος του. Η κούραση του αναγνώστη από τη σχοινοτενή αφήγηση πρέπει να είναι ανάλογη με την κούραση των Σισύφιων ηρώων του.

Σε αυτό το σημείο ίσως αξίζει να αντιπαραθέσω την εκ διαμέτρου αντίθετη στάση απέναντι στα πράγματα του Κόλουμ ΜακΚαν στο τελευταίο του βιβλίο, «Υπερατλαντικός». Ο Ιρλανδός συγγραφέας έχει μια προσέγγιση πολύ πιο ανθρώπινη. Οι ήρωές του δεν είναι μοναχικοί -όχι τουλάχιστον με την κοινή έννοια-. Δεν γεννιούνται ούτε βαδίζουν μόνοι, όπως ο Κόριμ του Κρασναχορκάι. Συναποτελούν ένα πλέγμα που έχει τις ρίζες του στο παρελθόν και εξακτινώνεται στο μέλλον. Καθένας παίρνει τη σκυτάλη από τον προηγούμενο για να την παραδώσει στον επόμενο. Οι επιλογές κάθε προγόνου ή ατόμου που διασταυρώνεται μαζί τους, καθορίζει το μέλλον. Ένα μέλλον όμως που ο εκάστοτε ήρωας μπορεί να το στρέψει προς τα εκεί που νομίζει, να το πάει λίγο παραπέρα. Κανείς δεν είναι πραγματικά μόνος του. Η ζωή του φέρει το βάρος των προηγούμενων ζωών, των προγόνων. Κι όταν έρχεται η στιγμή που δεν υπάρχουν απόγονοι, η ζωή δεν σταματά, το έργο των προηγούμενων δεν πάει στράφι. Τη σκυτάλη παραλαμβάνει κάποιος άλλος, «ξένος», μα τόσο δικός. Αυτή η βαθιά ανθρώπινη στάση του Μακκαν, αυτή η παρηγορία που σταλάζει τόσο εύστοχα, είναι κάτι που λείπει παντελώς από τον απίστευτα σκληρό Κρασναχορκάι του «Πόλεμος και πόλεμος».

Ποιος είναι προτιμότερος; Αν πρέπει να τεθεί ένα τέτοιο ερώτημα, ίσως καλύτερα να τροποποιηθεί: Ποιος αντέχει τον Κρασναχορκάι;