Ή όλοι ή κανείς, Δέσποινα Μπάτρη, Μεταίχμιο 2015 (πρωτοεμφανιζόμενη)

Ή όλοι ή κανείς
Φαίνεται πως η κρίση λειτουργεί διττά στο χώρο του βιβλίου: από τη μια περιόρισε βέβαια αισθητά τις νέες εκδόσεις αφήνοντας εκτός μια ολόκληρη γενιά νέων δημιουργών, από την άλλη όμως η αναγκαστικά αυστηρή επιλογή από τους εκδοτικούς οίκους έφερε στο προσκήνιο λιγοστούς μεν, πολύ καλούς δε συγγραφείς ακόμα και στα πρωτόλειά τους. Η Μπάτρη φαίνεται πως ανήκει σε ανήκει σε αυτές τις ευτυχείς περιπτώσεις, πολύ δε περισσότερο που δεν έχει δημοσιεύσει, καθώς φαίνεται, τίποτα έως τώρα σε λογοτεχνικά περιοδικά, ούτε έχει ασχοληθεί με κριτικογραφία και παρουσιάσεις βιβλίων σε ποικίλα έντυπα.

Είναι άγνωστη στο χώρο και πράγματι πρωτοεμφανιζόμενη, όπως διατείνεται και η Βασιλική Χρίστη στο diavame.gr:
«Διαβάστε αυτές τις ιστορίες για να δείτε πώς μια συγγραφέας για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα (μόνο ό,τι αναφέρεται στο λεγόμενο αυτί του βιβλίου), μπορεί να δουλέψει με τόσο «ξένα» υλικά, να τα πλάσει και να τα αναστήσει, για να μας παραδώσει μια από τις καλύτερες συλλογές διηγημάτων των τελευταίων χρόνων».

Το «Ή όλοι ή κανείς» λοιπόν είναι μια συλλογή από πέντε εκτεταμένα διηγήματα που μιλούν για τη θυσία. Το θέμα είναι άκρως επικίνδυνο δεδομένου ότι εύκολα παραπέμπει σε ηθικοδιδακτισμό σε μια εποχή όπου δεν συγχωρεί τέτοιου είδους ατοπήματα, ωστόσο η συγγραφέας το χειρίζεται με σαφή επίγνωση αυτής της δυσκολίας και κατορθώνει να μας δώσει ένα έργο άρτιο, με γόνιμους προβληματισμούς μακριά από κάθε είδους διδάγματα και κλισέ. Πώς το πετυχαίνει αυτό;

Πρώτα απ’ όλα όλες ανεξαιρέτως οι ιστορίες της πατούν πάνω σε πραγματικά γεγονότα. Οι ήρωές της, ο αρμένιος πρωταθλητής κολύμβησης Σαβάρς Καραπετιάν ή ο γερμανός κυβερνήτης θωρηκτού Χανς Λάνγκστντορφ είναι πρόσωπα υπαρκτά αν και παραγνωρισμένα ή άσημα. Άλλοι ήρωες, όπως η Αλβανή γυναίκα που εξαναγκάστηκε να μεταμορφωθεί σε άντρα προκειμένου να αναλάβει τα ηνία της οικογένειάς της ελλείψει αρσενικού προστάτη ή οι Πακιστανές αδελφές που μαραζώνουν ανύπαντρες επειδή δεν έχουν προίκα, μπορεί να μην είναι αυτοί καθ’ εαυτοί αληθινοί χαρακτήρες πλην όμως πατούν πιστά σε υπαρκτούς θεσμούς. Η συγγραφέας προνοεί και θέτει ως ανάχωμα σε κάθε είδους πιθανές επικρίσεις περί διδακτισμού την πραγματικότητα (με εξαίρεση την κριτική στην Καθημερινή της Λίνας Πανταλέοντος  που έμεινε σε μια εντελώς επιδερμική ανάλυση, απολύτως ορατό για όποιον έχει διαβάσει σοβαρά και απροκατάληπτα το βιβλίο). Από τη στιγμή που υπήρξαν άνθρωποι που στ’ αλήθεια δράσανε όπως τους περιγράφει η συγγραφέας, είναι δύσκολο να μεμφθεί κάποιος το έργο της για ηθικοδιδακτισμό, εκτός αν η ζωή η ίδια είναι ηθικοδιδακτική.

Ακόμα και για αυτό όμως φαίνεται πως προνοεί. Το βιβλίο διόλου δεν εξαντλείται σε περιγραφές περιπτώσεων αυτοθυσίας, έστω και αληθινών. Αντίθετα θέτει απανωτά ερωτήματα, όπως μάλλον οφείλει να πράττει ένα καλό λογοτεχνικό έργο, ερωτήματα μάλιστα που δεν εξαντλούνται εύκολα με μία ανάγνωση:

Ακόμα κι αν κάποιος είναι αποφασισμένος να θυσιαστεί, έχει νόημα η αυτοθυσία του; Η μάνα (επινοημένο πρόσωπο) στο διήγημα που δίνει τον τίτλο του σε όλο το βιβλίο, είναι πρόθυμη να δώσει τη ζωή της για να αναστηθεί το νεκρό παιδί της, όμως γρήγορα αντιλαμβάνεται πως αυτό είναι ολότελα άσκοπο. Μέσα δε από τη μορφή του κυνηγού-πατέρα της (υπαρκτό πρόσωπο) στο ίδιο διήγημα τίθενται υποδόρια στον αναγνώστη κι άλλα ερωτήματα: Είναι η νεοελληνική μαγκιά που τον ωθεί στην τόσο εντυπωσιακή πράξη του; Μήπως κάποια αίσθηση δικαίου, ανωτερότητας, το ηθικό του ανάστημα ή η αλαζονεία του; Τι απ’ όλα;

Ενδιαφέροντα και τα ερωτήματα που γεννά με αβίαστο τρόπο και το δεύτερο στη σειρά διήγημα με τον τίτλο «Το ρολόι». Μπορεί κάποιος να εξαναγκαστεί από την κοινωνία και τους θεσμούς να θυσιαστεί; Κι αν ναι, μπορεί να λογαριαστεί ως αυτόβουλη επιλογή η στάση του; Σίγουρα όχι, όμως πόσο χάνει από την αξία της σε αυτήν την περίπτωση; Η αλβανίδα που υποχρεώνεται από το εθιμικό δίκαιο να μεταμορφωθεί εξωτερικά και στη συμπεριφορά σε άντρα για να θεωρηθεί ικανή να διαφεντεύει την ορφανή από αρσενικά φαμίλια της, είναι αξιέπαινη ή απλώς έπραξε το αναμενόμενο; Κι όπως σε όλα τα διηγήματα του «Ή όλοι ή κανείς» έτσι και εδώ γεννώνται δευτερογενώς και επιπλέον ερωτήματα άμεσα συνδεδεμένα με την πλοκή: Είναι θύμα ή θύτης τελικά η σόττα, όπως ονομάζονται οι γυναίκες του είδους της;

Να υπογραμμίσω πως οι πάσης φύσεως προβληματισμοί πουθενά δεν θίγονται ευθέως, (σφάλμα στο οποίο είναι εύκολο να υποπέσει ένας πρωτοεμφανιζόμενος). Αντίθετα κάθε ερώτημα προκύπτει από την δεξιοτεχνικά πλασμένη πλοκή. Η Μπάτρη πράγματι «δεν λέει» ώστε να καπελώσει τον αναγνώστη, μόνον «δείχνει», όπως οφείλει, νομίζω, να κάνει η καλή λογοτεχνία. Αν αυτό δεν είναι βασικό χαρακτηριστικό ενός μη ηθικοδιδακτικού έργου, τότε ποιο είναι; για να επιστρέψω λίγο στα παραπάνω.

Πλειάδα άλλων ερωτημάτων υφέρπουν και στα άλλα διηγήματα της συλλογής, ερωτήματα που διερευνούν σε βάθος το θέμα της θυσίας απογειώνοντάς το σε ζήτημα άξιο λόγου:
Ο αποδέκτης της θυσίας, είναι πρόθυμος να αποδεχτεί τη θυσία του άλλου; Του λύνει προβλήματα η αυταπάρνηση των γύρω του ή του δημιουργεί; Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα σε μια θυσία; Είναι πάντα τόσο διακριτοί οι ρόλοι; («Η φωτογραφία της νύφης» που αναφέρεται με άκρως ρεαλιστικό τρόπο στη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη πακιστανική κοινωνία).
Αρκεί η πρόθεση για να προσφέρει κανείς τον εαυτό του με σκοπό τη σωτηρία κάποιων άλλων; Ή απαιτούνται και ικανότητες που θα κάνουν τη θυσία του εφικτή; Ο ανίσχυρος μπορεί να επιλέξει να σώσει έστω και με αυτοθυσία συνανθρώπους του, αν δεν έχει δύναμη να πραγματοποιήσει τη βούλησή του; Ο Καραπετιάν, ο παγκόσμιος πρωταθλητής κολύμβησης, («Η κουκκίδα») δεν ήθελε απλώς, μπορούσε κιόλας. Η ισχύς ως προϋπόθεση συχνά της ελεύθερης βούλησης. Ανάλογη ισχύ φαίνεται πως διαθέτει και ο γερμανός κυβερνήτης του θωρηκτού Γκραφ Σπέε (στο διήγημα «Αν δεν πολεμήσεις, σημαίνει ότι ηττήθηκες;») που προτίμησε να βουλιάξει το καράβι του για να σωθούν οι ναύτες οι δικοί του όσο και της αντίπαλης παράταξης από βέβαιο και ατελέσφορο θάνατο. Αλλά μήπως αυτός ήταν εξαναγκασμένος από τον κώδικα τιμής της εποχής του και της τάξης του να πράξει ό,τι έπραξε;

Σε καμία περίπτωση λοιπόν οι ήρωες της συγγραφέως δεν προσπαθούν να μας… διαπλάσουν. Σίγουρα όμως προσπαθούν να μας ανοίξουν μια χαραμάδα σε ένα τοπίο που βιαστικά βαφτίζουμε συνήθως κλισέ αλλοτινών εποχών και το προσπερνάμε. Και σίγουρα η Μπάτρη προσεγγίζει αυτό το μάλλον παρωχημένο τοπίο για τα σύγχρονα λογοτεχνικά δεδομένα (που αρέσκονται σε χαμηλότονες ή στριγγές και κυρίως απαισιόδοξες ή άνευρες για να μην πω μίζερες τοποθετήσεις), με έναν ουσιαστικό όσο και έξυπνο τρόπο.

Και κυρίως λογοτεχνικό.
Μας λέει η Μαρία Στασινοπούλου στην Εφημερίδα των Συντακτών εύστοχα και ξεκάθαρα (κατά τρόπο που μάλλον περισσεύει εν προκειμένω μια αντίστοιχη απαρίθμηση των λογοτεχνικών προτερημάτων του «Ή όλοι ή κανείς» από το παρόν ιστολόγιο):

«Είναι ανακουφιστικό, τελειώνοντας ένα βιβλίο που διάβασες με αμείωτο ενδιαφέρον και ένταση, να έχεις την αίσθηση ότι διεξήλθες σελίδες μιας απαιτητικής λογοτεχνίας. Ετσι ένιωσα μόλις ολοκλήρωσα το πρώτο βιβλίο της Δέσποινας Μπάτρη.
[…]
Ενα διαρκές αλισβερίσι νεκρών και ζωντανών, παρόντος, παρελθόντος και δυνητικού μέλλοντος∙ ένα νεκρό μωρό που πλανιέται ή, καλύτερα, περιπλανιέται στις σελίδες της∙ παράθυρα με κουρτινάκια που σύρονται σε ανυπόμονες στιγμές αναμονής ή σηκώνονται ανιχνευτικά∙ σκύλοι που κοιτούν με μάτια θλιμμένα, παρακαλεστικά ή φοβισμένα και με κατεβασμένα τα αυτιά∙ μαντίλια που νοηματοδοτούν τις στιγμές∙ μαλλιά μακριά ξέπλεκα και μαλλιά κουρεμένα ή μαλλιά που ανεμίζουν στον άνεμο∙ μάτια που αλλάζουν αποχρώσεις ανάλογα με τη συναισθηματική κατάσταση του ανθρώπου, είναι μερικά από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της Μπάτρη. Συχνά δίνει το χρονικό στίγμα στα διηγήματά της, ως χρονολογία ή ως εποχή.

Στα προσωπικά της εκφραστικά χαρακτηριστικά εντάσσονται: η θεατρική ρυθμική γραφή που παραπέμπει σε σκηνοθετικές οδηγίες∙ ο στακάτος, αρχιτεκτονικά δομημένος λόγος, αλλού ασθματικός και αλλού με ήρεμες ανάσες∙ η αντιστικτική αφήγηση που απογειώνεται στην «Κουκκίδα»∙ η παραμυθική κάποτε ατμόσφαιρα […]».

Και μιας που διάλεξα για την παρουσίαση του «Ή όλοι ή κανείς» να αναφερθώ εκτενώς, αν και όχι εξαντλητικά, στις παρουσιάσεις που έχουν γραφεί μέχρι στιγμής, θα ήταν μάλλον παράλειψη να μην συμπεριλάβω και ένα χωρίο από την κριτική του Γιώργου Περαντωνάκη στο bookpress.gr, που συμπυκνώνει κατά τη γνώμη μου την ουσία:
«Και φυσικά σε όλα τίθεται το θέμα της θυσίας σε μια εποχή όπου ο ήρωας είτε είναι χολυγουντιανό υπερθέαμα, που τοποθετείται έξω από τα ανθρώπινα όρια, ή είναι παλιομοδίτικη περσόνα, η οποία φαίνεται άκαιρη στους αντιηρωικούς καιρούς μας. Οι ήρωες της Δέσποινας Μπάτρη γειώνονται με την καθημερινότητα και δεν γίνονται ουτοπικοί υπερήρωες, καθώς δεν απομακρύνονται από το έδαφος της αυτοθυσίας, της συνείδησης και της προσφοράς. Στις συνθήκες και στο δεδομένο περιβάλλον ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους –κάποιοι από αυτούς μάλιστα τη χάνουν τόσο συνειδητά, τόσο αποφασισμένα– και προκρίνουν με όλη τους την αυταπάρνηση έναν βαθιά ενσυνείδητο ανθρωπισμό».

Το παρόν βιβλίο προφανώς ευτύχησε από αντικειμενικές και αξιόλογες κριτικές σε μεγάλο βαθμό, κατά τρόπο που δεν περισσεύουν πολλά να πει ο δύστυχος ερασιτέχνης «βιβλιοπαρουσιαστής». Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που σκέφτομαι, πως καλά κάνουν ορισμένοι επαγγελματίες και δεν αφήνουν παρά ψίχουλα από την πίτα σε εμάς τους ερασιτέχνες.

11 σκέψεις σχετικά με το “Ή όλοι ή κανείς, Δέσποινα Μπάτρη, Μεταίχμιο 2015 (πρωτοεμφανιζόμενη)

  1. Ευχαριστώ και αντεύχομαι αγαπητή Ρόζα. Να ευχηθώ επιπλέον μια χρόνια γεμάτη μυθοπλασίες (τα παραμύθια που έλεγες αλλού), μιας και η πραγματική ζωή δεν χωράει εύκολα ολόκληρους, είτε τους αναγνώστες, είτε τους συγγραφείς. (άρχισα να μιλάω δυσνόητα σαν κριτικός ε;)

    Μου αρέσει!

  2. Αγαπητή libricanis,
    Ευχαριστώ πολύ για τις ευχές σας και δεν έχει καμία σημασία που παρεξηγήσατε αυτά που είπα στην αγαπητή Σουμέλα. Πράγματι, δεν ήμουν αρκετά σαφής. Δεν εννοούσα ότι θα έχω ως ήρωες στο παραμύθι μου υπαρκτά (πραγματικά ή εικονικά) πρόσωπα, αλλά ότι θα φροντίσω ώστε να περάσουν καλά όσοι, ως αναγνώστες, «μπουν» σε αυτό και, βέβαια, κάποιους θα τους ήθελα ως τέτοιους. Υπ’ αυτήν την έννοια, ασφαλώς και είστε όχι απλώς ευπρόσδεκτη, αλλά με χαρά επιθυμητή. (Τώρα, βέβαια, ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε – μπορεί στο τέλος και να παρατήσω ατελείωτο αυτό που μόλις άρχισα).
    Ωστόσο, αυτό που είπατε θα είχε πολύ ενδιαφέρον μόνο που δεν το είχα σκεφτεί και δεν ξέρω και αν θα μπορούσα να το διαχειριστώ, μια και δεν το έχω ξανακάνει ποτέ.
    Και δεν μου είστε καθόλου δυσνόητη. Έτσι είναι. Υπάρχουν περιπτώσεις που η ανθρώπινη υπόσταση υπερβαίνει την απτή πραγματικότητα.
    Καλό σας βράδυ

    Μου αρέσει!

    • Αγαπητή Ρόζα,
      συχνά από τις παρανοήσεις προκύπτουν διαμάντια κι άλλο τόσο παρεξηγήσεις. Καλή επιτυχία σε ό,τι κι αν κάνετε.
      (μια ιστορία πάντως, όπως παρανόησα ότι γράφετε, όπου τα μυθοπλαστικά πρόσωπα είναι ελλιπείς διαδικτυακές περσόνες -άρα παραμυθικά-, τα οποία με τη σειρά τους κρύβουν από πίσω άλλα πρόσωπα πιο απτά πλην όμως όχι περιγράψιμα με σαφήνεια, μου φάνηκε πως θα είχε ενδιαφέρον: αλλεπάλληλες στρώσεις παραμυθιού που γκρεμίζονται μία-μία μέχρι να φτάσει ο αναγνώστης που; Φαντάζομαι στην ανύπαρκτη αλήθεια).
      Χρόνια πολλά

      Μου αρέσει!

  3. Αγαπητή Libricanis,
    Έτσι όπως το λέτε συμφωνώ ότι θα είχε ενδιαφέρον, αλλά όχι και να απαθανατίσω τον φαροφύλακα. Αυτό με ξεπερνάει. Συγχωρείστε μου την αναφορά στην παραπάνω διαδικτυακή περσόνα, αλλά η ιστορία μου είναι γνωστή και οπωσδήποτε με έχει πληγώσει.
    Είναι ανύπαρκτη η αλήθεια; Θα έλεγα πως όχι και ότι η μυθοπλασία είναι ένας τρόπος για να την προσεγγίσουμε, παραμερίζοντας την πραγματικότητα που την κρύβει πάρα πολύ καλά. Να την προσεγγίσουμε στον βαθμό και μέχρι το σημείο που η πεπερασμένη μας φύση το επιτρέπει.
    Χρόνια πολλά 🙂

    Μου αρέσει!

    • Οπωσδήποτε θ έχει ενδιαφέρον προς πολλές κατευθύνσεις. Αν τελικά το υλοποιήσετε. Προσδεδεμένοι εδώ και ώρα, δεν ξέρουμε αν βρισκόμαστε ήδη εν πτήσει ή αν το αεροπλάνο δεν έχει ακόμα απογειωθεί. Φαίνεται πως η πτώση είναι η μόνη απτή περίπτωση για να καταλάβουμε ότι πετούσαμε.

      Μου αρέσει!

  4. Αεροπειρατής…
    Σασπένς!

    Και ενώ ένα σατανικό γέλιο ακούγεται απ’ το πιλοτήριο, παραθέτω ένα απόσπασμα απ’ τον πρόλογο – το πρώτο και τελευταίο – προτού αποσυρθώ, προκειμένου να συγκεντρωθώ απερίσπαστη στο έργο μου.

    «……………….
    Κατοικώ στο μάτι του κυκλώνα. Στο πάθος της. Από τη θέση αυτή, δεν μπορώ να αντιληφθώ το πραγματικό της σχήμα, την πραγματική της φύση, το πραγματικό της μέγεθος. Ξέρω μόνο πως αν, αν κάποια στιγμή το θελήσει, αν θελήσει να φύγει αφήνοντάς με, θα βρεθώ σ’ ένα τοπίο ολέθρου. Και ξέρω πως θα το κάνει μόνο, όταν θα έχει αποφασίσει την εξόντωσή μου. Γι’ αυτό προσπαθώ να κρατηθώ στα όρια της τροχιάς της. Κινούμαι με χορευτική δεινότητα σ’ έναν κύκλο που κινείται με θανατηφόρα ταχύτητα. Είναι φορές που χάνω την ισορροπία μου, γλιστράω, σέρνομαι, ώσπου να κατορθώσω να σηκωθώ. Εξαιρετικά δύσκολο, από πού να πιαστώ; Μονάχα άνεμος…
    ……………………»

    Εν τω μεταξύ, οι αεροσυνοδοί ετοιμάζονται να προσφέρουν ευγενικά τις πρώτες δραμαμίνες…

    Μου αρέσει!

    • Στο πάθος «της»; Τι να εικάσω ότι κρύβεται στο θηλυκό γένος, η φύση ή κάτι -για την ακρίβεια κάποια- άλλη; Ο κυκλώνας είναι αρσενικός. Ή μήπως μπορεί να γίνει θηλυκός;

      Ενδιαφέρουσα αρχή. Ήδη με κινητοποίησε γεννώντας μου ερωτήματα και κυρίως γεννώντας στο μυαλό μου απαντήσεις. Αν ήμουν συγγραφέας, θα σου πέταγα, αγαπητή Ρόζα, το γάντι για μια συν-γραφή στα πλαίσια που ήδη θέτει η εισαγωγή σου.
      …Εντωμεταξύ οι δραμαμίνες, όλοι το ήξεραν, πως ήταν εντελώς άχρηστες…
      Εύχομαι από καρδιάς καλή σας συνέχεια

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε