Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες, Ηλίας Παπαμόσχος, Κίχλη 2015

thumbnail
Παπαμόσχο δεν έχω ξαναδιαβάσει ώστε να είμαι σε θέση να διακρίνω μια εξελικτική ή λιγότερο εξελικτική πορεία στο έργο του. Αυτό είναι το πέμπτο του βιβλίο. Ωστόσο πέρα από συγκρίσεις με προγενέστερα έργα, πέρα κι από το όνομα του οποιουδήποτε συγγραφέα που κουβαλάει μία κάποια στάμπα, σκέφτομαι πως το προτιμότερο όλων είναι να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο στα τυφλά, καλύπτοντας (θεωρητικά τουλάχιστον) το όνομα, αρνούμενος να δει ακόμα και τη φωτογραφία, το βιογραφικό ή την εργογραφία στο αυτί του εξώφυλλου ή σε αναζητήσεις στο διαδίκτυο. Κι ακόμα περισσότερο αγνοώντας πριν το διαβάσει, τις κριτικές (επαγγελματιών ή ερασιτεχνών), όπως και τον εκδοτικό οίκο ή το εξώφυλλο που αναπόφευκτα κι αυτά με τη σειρά τους προκαταβάλλουν τον αναγνώστη. Ένα κείμενο πρέπει -για να μην πω επιβάλλεται- να μιλάει από μόνο του δίχως άλλους θορύβους. Μόνο τότε θα φανεί η όποια αξία του: από την απροκατάληπτη συνομιλία που θα έχει μαζί του ο αναγνώστης. Τότε γιατί υπάρχει αυτό εδώ το ερασιτεχνικό ιστολόγιο που αποπειράται να πει τη γνώμη του για κάποια από τα λογοτεχνήματα που διαβάζει ο διαχειριστής του;
Με δυο λόγια η απάντηση -μιας και το θέμα του ποστ εξακολουθεί παρά τα φαινόμενα να είναι «Η Αλεπού της σκάλας»- :
πρώτον επειδή οι όποιες απόπειρες καταγραφής των εντυπώσεων διευκολύνουν αυτόν τον ίδιο τον αναγνώστη του στην καλύτερη κατανόηση. Μπροστά σε μια κόλλα χαρτί μπαίνουν οι σκέψεις αναγκαστικά σε σειρά.
Δεύτερον γιατί οι σκέψεις αυτές ίσως φανούν χρήσιμες σε κάποιον που έχει ήδη διαβάσει το βιβλίο και έχει ήδη προλάβει να σχηματίσει τη δική του γνώμη χωρίς να καπελωθεί. Και όταν λέω «χρήσιμες», εννοώ πως μπορεί να του δώσουν μια διάσταση που δεν είχε αντιληφθεί.
Για το «Η Αλεπού της σκάλας» τώρα δίχως άλλες παρεκβάσεις (που εξάλλου θα μπορούσαν να αποτελέσουν το θέμα μιας ξεχωριστής ανάρτησης).

Τα μικρά διηγήματα της συλλογής, που λίγο ακόμα και θα μπορούσε κάποιος να τα χαρακτηρίσει μικρή φόρμα, τα έχω διαβάσει αρκετές βδομάδες νωρίτερα, αλλά προτίμησα να αφήσω ένα διάστημα να περάσει πριν καταγράψω τις εντυπώσεις μου, ώστε αυτές να καταλαγιάσουν και να δω τι έμεινε.

Η πρώτη διαπίστωση όσον αφορά στη θεματολογία του, είναι πως δεν μου έμεινε τίποτα με την έννοια τουλάχιστον ότι αδυνατούσα να θυμηθώ ένα κάποιο επεισόδιο εκτός από αυτό που έχει δώσει τον τίτλο του στο βιβλίο και αναπόφευκτα εξαιτίας αυτού το πρόσεξα περισσότερο. Πρόκειται βεβαίως για χαμηλόφωνα στιγμιότυπα της καθημερινότητας κυρίως της επαρχίας, για μικρά, πολύ συχνά εντελώς κοινότυπα πράγματα.

Εμφανώς τα κείμενα δεν ποντάρουν στο ξεχωριστό και ιδιαίτερο που τραβάει την προσοχή, με άλλα λόγια στο εξαιρετικό, αλλά στο λίγο, κάποιες φορές ακόμα και ελάχιστο. Ένα ελάχιστο που φιλοδοξεί να ανασυρθεί από την ασημαντότητά του λόγω της ιδιαίτερης και ευαίσθητης οπτικής που αντιμετωπίζεται. Μια ταριχευμένη αλεπού, ένας διωγμένος σκύλος, λιβελούλες που ερωτοτροπούν, ένα πληγωμένο πουλί αποτελούν μεταξύ άλλων πιο «αστικών» θεμάτων, κεντρικά μοτίβα. Για την ακρίβεια δεν είναι το κυνήγι και τα πλείστα ζώα το θέμα αυτό καθ’ εαυτό, αλλά το συναίσθημα και οι περαιτέρω σκέψεις που αυτά γεννούν στον συγγραφέα.

Καμία αντίρρηση έως εδώ. Εξάλλου και η εποχή μας φαντάζει εσωστρεφής και ενδοσκοπική, και ίσως και να είναι. Διαφορετικά, αν ο δημιουργός ασχοληθεί με κάπως πιο μεγαλεπήβολα θέματα, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ρετρό. Αλλά από το σημείο αυτό έως την αχλή που καλύπτει το «Η αλεπού στη σκάλα» υπάρχει μια απόσταση
.
Για παράδειγμα ο Σκαμπαρδώνης στο πρόσφατο «Νοέμβριος» κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον Παπαμόσχο, αλλά οι μικρές του λεπτομέρειες (των εξίσου μικρών του διηγημάτων) φωτίζονται με τόση ευκρίνεια και ένταση, που, παρόλο που έχει περάσει πολύς καιρός που τις διάβασα, τις θυμάμαι όλες μία προς μία. Και μάλιστα σε ανύποπτες στιγμές. Ομολογώ πως οι ιστορίες του Παπαμόσχου είναι αρκετά διεισδυτικές και τρυφερές, κάποτε αρκούντως άγριες για να μη χαρακτηριστούν υποτονικές. Δεν είναι του πεταμού. Ίσα ίσα είναι αξιοπρόσεκτες, γι’ αυτό κάνω τον κόπο να καταγράψω εδώ τις εντυπώσεις μου.
Ο πλάγιος φωτισμός τους είναι θεσπέσιος. Προφανώς μιλάμε για ευαίσθητη πένα που αντιλαμβάνεται τους υποδόριους κραδασμούς. Είναι όμως αρκετό αυτό, αν μιλάμε για πραγματικές απαιτήσεις; Δεν ξέρω αν θα κάνω τον κόπο να καταλάβω για ποιο λόγο θυμάμαι τόσο έντονα τα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη (για να μιλήσω μόνο για σύγχρονους νεοέλληνες), αλλά έχω μια γενική και θολή εικόνα για αυτά του Παπαμόσχου. Μα να μη μου έχει μείνει στο μυαλό λίγες βδομάδες μετά ούτε ένα παρά τον καλόγουστο και εντός εποχής υποφωτισμό τους;

Πιθανώς να συνέτεινε και το μετέωρο ύφος του. Για την ακρίβεια ούτε αυτό, όσο τα μότο με στίχους του Αναγνωστάκη που εμφανίζονται σε κανά δυο μικρές φόρμες. Εξηγούμαι πρώτα απ’ όλα ως προς το μετέωρο: η γραφή του δίχως ξόμπλια, ακριβής και καθαρή. Τουλάχιστον στην αρχή. Έως εδώ καλά. Κάλλιστα. Στη συνέχεια παρεισφρέουν στοιχεία κακώς εννοούμενης ποιητικότητας που θολώνουν το ύφος του και αφήνουν ενεό τον αναγνώστη. Δεν είναι κακή η εναλλαγή κοφτών πεζών φράσεων με εμβόλιμα ποιητικά στοιχεία, όπου τουλάχιστον αυτά απαιτούνται για να μας μεταγγίσει ο συγγραφέας την ιδιαίτερη συναισθηματική ή πνευματική κατάσταση. Μόνο που τα ποιητικά κομμάτια –και ως τέτοια εννοώ όσα έχουν ρυθμό-, φαντάζουν φορτωμένα με πολλά επίθετα και καλολογικά στοιχεία, για να μην μιλήσουμε για τις παρομοιώσεις. Αγνοώ αν έχω επηρεαστεί από τον Αναγνωστάκη που εννοούσε την ποίηση λιτή δίχως ίχνος βαρύτιμα στολίδια και μεταφορές ή σήμερα από τον Χάρη Βλαβιανό που μεταφέρει ύψιστη συγκίνηση δίχως κανένα συναισθηματισμό επιθέτων και καλολογικών. Αλλά η αναφορά σε στίχους του Αναγνωστάκη από κάποιον που γράφει σαν την Κική Δημουλά (ασχέτως αν ενίοτε εκτιμώ και την ποίηση της Δημουλά), με ξένισε.
Παράδειγμα:
Μου είπες: οι αναμνήσεις είναι η ζωή. (Μανόλης Αναγνωστάκης, ΥΓ.)

Χαμένα μες στα πλουμιστά κλαριά είναι τα κοτσύφια την άνοιξη, του χειμώνα τα ρόδια μαύρα σιωπηλά μπαλσαμωμένα κοτσύφια το δείλι. (Παπαμόσχος σ. 40)

Αναγνωστάκης: 0 κοσμητικά επίθετα
Παπαμόσχος: 4 κοσμητικά επίθετα

Απλώς η τέτοιου είδους ποιητικότητα που σταδιακά αυξάνεται στο «Η αλεπού της σκάλας» όσο προχωράνε οι σελίδες, με κούρασε. Αφενός γιατί τη βλέπω κάπως παρωχημένη ή έστω υπερβολική, αφετέρου επειδή θα προτιμούσα μια πιο ξεκάθαρη όσο και ευανάγνωστη χρήση της ποίησης, γιατί όχι ακόμα και με τη μορφή στίχων, όπου το πράγμα παραγίνεται «ποιητικό». Ίσως έτσι να το αντιμετώπιζα πιο θετικά.

Στα ίδια αποσπάσματα δε όσον αφορά στις περιγραφές της φύσης:
Αναγνωστάκης: 0 κλασικές περιγραφές της φύσης
Παπαμόσχος: κλαριά, κοτσύφια, άνοιξη, χειμώνας, ρόδια
Θα μπορούσε ασφαλώς κάποιος να ανιχνεύσει παπαδιαμαντικές επιρροές στον Παπαμόσχο, που σε πολλά από τα διηγήματά του η φύση αποκτά χαρακτήρα καθοριστικό. Καθόλου κακό ή αταίριαστο αυτό. Μόνον που οι ενίοτε βαρυφορτωμένες περιγραφές της φύσης δεν μου πέρασαν προσωπικά τουλάχιστον εικόνες ικανές να με αγγίξουν συναισθηματικά.

Και τώρα που κατέγραψα τις βασικές κρίσεις μου για το εν λόγω βιβλίο, θα αποπειραθώ να διαβάσω τις όποιες κριτικές έχουν ήδη γραφεί. Εύχομαι να προσθέσουν κάτι στην ματιά μου ή ακόμα και να την αλλάξουν.

7 σκέψεις σχετικά με το “Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες, Ηλίας Παπαμόσχος, Κίχλη 2015

  1. Ο προβληματισμός σας στην πρώτη παράγραφο έχει το ενδιαφέρον του.Έτσι θα έπρεπε να διαβάζουμε. Ανεπηρέαστοι από τους πάντες και και τα πάντα. Πράγμα που δεν συμβαίνει όμως.
    Ας είναι.
    Δεν έχω διαβάσει κανένα βιβλίο του Παπαμόσχου, οπότε δεν μπορώ να μιλήσω για τη γραφή του. Θα σας πω μόνο ότι κι εγώ είμαι υπέρ της λιτής γραφής γενικά και ειδικότερα στην ποίηση.
    Επίσης συμφωνώντας μαζί σας, μου αρέσουν και οι τρεις ποιητές που αναφέρατε.
    Παθαίνω αλλεργία με τους φορτωμένους στίχους. «Του Αγίου Επιθέτου δεηθώμεν», λέει ο Καρούζος. Και ο Σεφέρης: «Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ /που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της».

    Μου αρέσει!

    • Αγαπητή Αγγελικά σε ευχαριστώ για το σχόλιό σου. Να συμπληρώσω μόνο πως δεν θεωρώ πως η λιτότητα είναι απαραίτητη για να είναι η γραφή καλή. Ασφαλώς δεν μιλώ για πληθώρα επιθέτων και καλολογικών που είναι εμφανώς παρωχημένη και μάλλον αναποτελεσματική, αλλά για μακροπερίοδο λόγο π.χ. που οπωσδήποτε είναι περίπλοκος και διόλου λιτός. (Κρασναχορκάι, Μαλαπάρτε, Χρυσόπουλος στα καθ’ ημάς…)

      Μου αρέσει!

  2. Σας χαιρετώ!
    Ούτε εγώ έχω διαβάσει το βιβλίο. Γιατί βρίσκομαι τότε εδώ; Γιατί έχω διαβάσει το προηγούμενο βιβλίο του Παπαμόσχου «Ο μυς της καρδιάς» και δεν νοιώθω καμιά έκπληξη γι’αυτά που γράφεται για το βιβλίο.
    Αυτό όμως που μ’έκανε να σας γράψω είναι η λύση που μου δώσατε με την φράση σας «φωτίζονται με τόση ευκρίνεια και ένταση,», εννοώ για τα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη. Τόσο απλό ήταν τελικά; Ο φωτισμός;

    Μου αρέσει!

    • Αντιχαιρετώ μετά χαράς. Ο «φωτισμός» δεν είναι καθόλου απλό πράγμα. Απαιτεί κατά τη γνώμη μου μια ιδιαίτερη λοξή ματιά και βεβαίως τεχνικές δεξιότητες για να αποτυπωθεί αυτή πάνω στο χαρτί. Στην παρούσα ανάρτηση δεν θίγεται σχεδόν καθόλου το θέμα του «φωτισμού». Έχω όμως κάνει λινκ στο ποστάκι μου για το Νοέμβριος του Σκαμπαρδώνη, ακριβώς γιατί εκεί εξηγώ πιο αναλυτικά. Ίσως, αν το διαβάσετε, να καλυφθείτε (τουλάχιστον εν μέρει…). Αλλιώς εδώ είμαι. Καλημέρα!

      Μου αρέσει!

  3. Διάβασα με προσοχή το κείμενό σας για το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Νοέμβρης». Αν και το είχα διαβάσει την εποχή που το δημοσιεύσατε, η απάντηση σας σήμερα, με έκανε να επανέλθω στο κείμενό σας, γιατί είχα την εντύπωση ότι η λύση που προτείνεται στην παρούσα ανάρτησή σας δεν είχε γίνει τότε από μένα αντιληπτή. Εκτός κι αν με πρότασή σας «Για να παραχθεί λογοτεχνία απαιτείται μια σπίθα, κατι τις, εν πολλοίς άπιαστο, άρρητο….» εννοείται αυτό που σήμερα αναφέρετε ως φωτισμό. Επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι η ιδέα που προτείνατε στην τελευταία ανάρτησή σας είναι περισσότερο στοχευμένη σ’αυτό που για μένα αποτελεί σημαντικό σημείο για την αξιολόγηση του λογοτεχνικού κειμένου.
    Καλή σας νύχτα!

    Μου αρέσει!

    • Δεν είμαι σίγουρη ότι απέχουν πολύ. Μάλλον σε αυτόν το «φωτισμό» χωράνε περισσότερα του ενός πράγματα κι ίσως αυτά να θέλουν μεγαλύτερη επεξήγηση. Ακόμα κι έτσι όμως ελπίζω λίγο να συμπέσαμε. Θα φροντίσω πάντως να δώσω χαιρετίσματα στο Μούζιλ, γιατί το Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες το έχω διαβάσει πολλά χρόνια πριν. Μάλλον σήμερα θα μου πει πολλά ακόμη από αυτά που αρχικά είχα αντιληφθεί. Καλημέρα.

      Μου αρέσει!

  4. συμφωνω με την σκεψη σας οτι πρεπει να διαβαζουμε το κειμενο ανεπηρεαστοι απο οποιονδηποτε εξωτερικο παραγοντα. Βρηκα τα διηγηματα εξοχα. Με ισορροπια πεζου με ποιητικο λογο.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε